Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Λίγη καϊπιμέρντα, λίγος Τάγος και το αγόρι μου

Στο αεροδρόμιο: Destination Lisbon
Φτάνουμε στο τσεκ ιν και δίνουμε τις κάρτες επιβίβασης τσαλακωμένες, με στάμπες και με το barcode να μυρίζει Κτήμα Γεροβασιλείου (είχαμε τραπέζι το προηγούμενο βράδυ). Επίσης είχα ξεχάσει στην τσάντα μου την κρέμα χεριών γίγας, αλλά η υπάλληλος στον έλεγχο έκανε τα στραβά μάτια γιατί ερωτεύτηκε το παλτό μου και με ρωτούσε από που το πήρα και πόσο και σε τι χρώματα βγαίνει, οπότε γίναμε λυκόφιλες και ντράπηκε να μου την πετάξει. Οι αεροσυνοδοί της TAP φοράν το κο- φοράν τα κι- φοράν τα πράσινα τα μπλε - ποιος να σχεδίασε άραγε αυτή τη στολή; Παντελόνι μπλε σκούρο, μπλούζα λαχανί με άσπρες ρίγες και κόκκινο σακάκι. Επίσης έχω να δηλώσω ότι σέρβιραν φαγητό από το catering των αντιπάλων. Ο καημένος ο Αντώνης έφαγε με το ζόρι γεύμα για διαβητικούς, γιατί έτσι είχα δηλώσει όταν έφτιαξα την κάρτα μιλίων του (και μάλιστα το είχα ξεχάσει) και του το προσέφερε ο πολύχρωμος πρώτο πρώτο, με το βλέμμα να σκορπάει συμπόνια για το δακτυλοδεικτούμενο παιδί του 27Β με τον νεανικό διαβήτη.

Bairro Alto
Η παλιά πόλη όπως την πρωτοαντικρίσαμε με τις βαλίτσες ψάχνοντας το σπίτι του Miguel ήταν ας πούμε σαν την Κέρκυρα. Με πλακόστρωτα στενάκια, χωρίς μπαλκόνια, με τη μούχλα να κυκλοφορεί στην ατμόσφαιρα και ίσως τα ποντικάκια στις γωνίες. Φτάσαμε στο σπίτι μαζί με τη Ρωσίδα που θα καθάριζε και η οποία μιλούσε μόνο ρώσικα και πορτογαλικά, αμφότερα με τη χαρακτηριστική βλαχιά τους. Το σπίτι ήταν πολύ μοντέρνο, είχε και ένα φωτιστικό δαπέδου περίεργο που δεν μπορώ να σας το στερήσω και το οποίο βλέπετε εδώ μαζί με το κερκυραϊκό στενάκι. Υπήρχε μόνο ένα θεματάκι με την τηλεόραση: ήταν τεράστια, λεπτή και υπερσύγχρονη. Αλλά έπιανε μόνο MTV. Βέβαια πορτογαλικά δεν ξέραμε, οπότε μικρό το πρόβλημα. Επίσης, στο μπάνιο είχε σύρτη από μέσα, σύρτη και απέξω. Ότι τι;
Σε λίγο έσκασε μύτη και ο Miguel που ήταν σαν το Dr House και αρθρώσαμε δύο κουβέντες.  If you want to drink good caipirinha there are many bars here, but A Capela is the best. And remember, you can call me any time, if you want to ask me something, if you have a problem, if you are drunk and you cannot open the door. Τάδε έφη Dr House. Τρομακτική εμπειρία πάντως το A Capela. Στην είσοδο είχε κουρτίνες κλεμμένες από την αυλαία της Κάρμεν Ρουγγέρη, μέσα καρέκλες διαφορετικές μεταξύ τους, 100% μαζεμένες από τα σκουπίδια, και έναν τεράστιο πίνακα, την αποτυχημένη έκδοση της αδερφής της Μόνα Λίζα. Ρε συ Miguel, εμείς ήμασταν εντάξει άτομα, γιατί μας ξηγήθηκες έτσι δηλαδή;; Το απέναντι μπαράκι ομολογώ ότι ήταν πολύ καλύτερο. Ήπιαμε τέλεια caipiroska με 3 ευρώ (και 6 λάιμ). Επίσης παραγγείλαμε από τον κατάλογο ένα "prego", χωρίς να ξέρουμε τι σημαίνει, αλλά με ύφος αυτό-τρώω-κάθε-μέρα-μαζί-με-το-ποτό-μου, εκτός αν έχω εκεί πρόχειρα τίποτα παλιοκάσιους. Γενικά ήταν λίγο δυσνόητος ο κατάλογος, αλλά αυτό το prego μας έκανε κάτι το ευγενές. Grazie. Prego. La camera del Signor' Varnezis per favore. Έρχεται η σερβιτόρα και κρατάει ένα σκέτο ψωμάκι στρογγυλό με ένα ξερό σνίτσελ στη μέση.  - Obrigado. Καλά ρε συ πώς θα κατέβει αυτό δεν μπορούσαν να βάλουν και λίγη σως;
-Αλλοιώνει τη γεύση ρε φίλε!

Belem 
Ο καλύτερος τρόπος να πάτε στο Μπελέμ, είναι 20 λεπτά με συγκοινωνία. Εκτός αν πάτε κι εσείς με τα ποδάρια για να περπατήσετε δυόμιση ώρες από το κέντρο.  Η γέφυρα έφταιγε για όλα, την βλέπαμε πολύ κοντά και νομίζαμε ότι φτάνουμε, αλλά τελικά περπατούσαμε και η γέφυρα για έναν περίεργο λόγο δεν πλησίαζε, ήταν σταθερή αυτή η απόσταση μεταξύ μας. Μάλλον επειδή ήταν πολύ μεγάλη; Ή για κανέναν άλλο λόγο που δεν μάθαμε ποτέ. Εδώ η γέφυρα πριν το δίωρο και η γέφυρα μετά το δίωρο:



Στο δρόμο προς το Μπελέμ, βγάλαμε τα εξής συμπεράσματα:
 1. Ότι οι Πορτογάλοι δεν ξέρουν τι σημάνει καπουτσίνο. Παίρνουν τον εσπρέσο και σου ρίχνουν μέσα νερωμένο γάλα. Τι είν΄τούτο μανούλα μου;; You know αφρόγαλα;; Πάνω το γάλα, κάτω ο καφές;;
2. Ότι οι Πορτογάλοι τα πλακάκια δεν τα βάζουν στο μπάνιο τους, τα τοποθετούν στους εξωτερικούς τοίχους του σπιτιού. Ή τα βάζουν στο μπάνιο και όσα περισσέψουν τα πετάν απέξω, δεν ξέρω ακριβώς πως λειτουργεί η φιλοσοφία. Παίζει κυρίως το μπλε άσπρο - αλλά επειδή μου έκανε κάπως κιτς, ποστάρω αυτό το πιο διακριτικό. Πάντως μάλλον κάτι παίζει με αυτό το πλακάκι, αφού έχουν φτιάξει και μουσείο πλακακίων.
3. Ότι οι Πορτογάλοι έχουν φτιάξει για τους τουρίστες τα πάντα σχετικά με το κίτρινο τραμ. Τασάκια, φλιτζάνια, μαγνήτες, σκουλαρίκια, σουβέρ, πίνακες, τσάντες, σοκολατάκια, πορτοφόλια, καρφίτσες, ΌΛΑ. Σαν τουρίστας κι εγώ τα πήρα όλα. Έψαχνα να βρω ένα πιγκάλ με το τραμ για τη Νάντια αλλά δεν τα κατάφερα. Πήρα και μια καρτ ποστάλ τραμ φτιαγμένη από φελλό. Γιατί ξέχασα να πω ότι έχουν φτιάξει και τα πάντα από φελλό. Και σαν τουρίστας και πάλι, ψώνισα κι εγώ 2 τσάντες από φελλό. Πιγκάλ από φελλό πάλι δεν βρήκα. Και επειδή δεν θέλω να με νομίζετε υπερβολική, ιδού και μαγαζί που πουλάει μόνο φελλό. Ρίξτε μια ματιά. Έχει μέχρι και ομπρέλα από φελλό. Δεν ξέρω πως αντιδράει σε περίπτωση βροχής, αλλά ήταν αξιοζήλευτη.
http://www.corkandcompany.pt/

4. Παντού ωραία τα pasteis de nata, αλλά σαν του Belem πουθενά. Σου έκανε και κάτι από σερραϊκή μπουγάτσα, αλλά όχι ακριβώς, δεν ξέρω πως να το θέσω και αν με πιάνεις.
5. Στην επόμενη ζωή μου θέλω να είμαι σκύλος Αγίου Βερνάρδου στη Λισσαβώνα.
6. Αυτό το μωβ μαλλί της γιαγιάς πρέπει να είναι must στη Λισσαβώνα. Δεν είδαμε ούτε μία με άσπρο.

Μετά από τα παραπάνω συμπεράσματα και αφού είχαμε ξεποδαριαστεί όσο δεν πήγαινε, είδαμε το museu dos coches, το μουσείο με τις άμαξες πα' να πει. Πολύ ωραίες οι άμαξες, βελούδινα μαξιλάρια, χρυσοποίκιλτη πόρτα και τζάμι για να μην κρυώνει ο κώλος της βασίλισσας. Τον οδηγό βέβαια τον τρώει η θύελλα και τ' αγιάζι, αλλά κανένα πρόβλημα.
Πιο κάτω ήταν το Παντράου ντος Ντεσκομπριμέντους (το μνημείο των Ανακαλύψεων) και μπροστά από το μνημείο 2 Ινδιάνοι, μπορεί και οι ίδιοι που ήταν τις προάλλες στην Ερμού. Η μελωδία τους με συνεπήρε και ο Αντώνης με έβριζε.
Και μιας και φτάσαμε ως εκεί είδαμε και το Torre de Belem. Μόνο απ' έξω, γιατί πεινούσαμε. Και καθήσαμε εκεί στο πλάι του Τάγου να φάμε μπακαλιάρο και γαρίδες. Ο σερβιτόρος όταν άκουσε ότι είμαστε Έλληνες μας είπε τη λέξη κλειδί, δηλαδή το crisis  και εν συνεχεία μας εμψύχωσε λέγοντας ότι και η Πορτογαλία είναι σε κρίση και ότι ο κόσμος υποφέρει, αλλά ότι αυτόν δεν τον νοιάζει γιατί είναι από τη Βραζιλία και έχει περάσει κι άλλη κρίση στη ζωή του. Para mim esta é a segunda crise, οπότε στα αρχ**ια μου κοινώς. 
Το βράδυ ήπιαμε caipiblack σε πακέτο. Ίδια βερσιόν με την προηγούμενη αλλά σε μάυρη. Μύριζε κάτι ωραίο, κάτι σαν ριμπενάκι.

Alfama

Κοντά φαινόταν, αλλά για αρχή πήραμε το τραμ 28, αυτό που ως τώρα παίρναμε μόνο σε σουβενίρ. Γιατί και το Μπελέμ κοντά φαινόταν και όμως δεν ήταν. Και όποιος έχει καεί με τον χυλό -και με τον φελλό- φυσάει και το γιαούρτι. Εξάλλου ήταν ωραία η βόλτα με το τραμ. Ήταν σαν τρενάκι του λούνα παρκ. Στην κατηφόρα σου έκανε και κάτι περίεργο στο στομάχι, κάτι όπως στο καράβι των βίκιγκς, αλλά πιο φλώρικο. Αφού είδαμε ότι η Αλφάμα ήταν κοντά ξαναπήγαμε με τα πόδια - το θέλαμε το περπάτημά μας. Πήραμε πάλι την ανοδική πορεία προς το κάστρο και μας βγήκε η γλώσσα - τι τις θέλαμε τις γυμναστικές στο ταξίδι! Εκεί που σπαρταρούσα στον ανήφορο βρήκα παρηγοριά στη συζήτηση των απέναντι, οι οποίοι αγκoμαχούσαν το ίδιο, αλλά μέσα σε όλα δεν ήξεραν και που πηγαίνουν: 
- Ehh, tu che c'hai la mappa, dimmi se siamo vicino... (Εσύ που έχεις τον χάρτη, κοντεύουμε?)
- E che ne so io! (Και που θες να ξέρω)
- Ma t' abbiamo datto la mappa a te e mo' non lo sai? (Τι δεν ξέρεις, αφού εσύ κρατάς τον χάρτη!)
- Ma io ci vado col sentimento!!! (Αααα, εγώ πηγαίνω όπου με πάει η διαίσθηση)
- Col sentimeeeentoooo???(Η διαίσθησσσηηηηηηηηη;;;;)
Φτάσαμε κάποια στιγμή στο κάστρο - οι Ιταλοί δεν ξέρω που έφτασαν, μπορεί στο Bari που τους οδήγησε η μυρωδιά της πίτσας- η θέα ήταν ωραία, αλλά δε ήταν και για χόρταση οπότε επιστρέψαμε (με τα πόδια πάντα, κι αυτή τη φορά ο θεός μας λυπήθηκε και ήταν κατηφόρα). Πήγαμε για ξεκούραση και το ίδιο βράδυ ξαναγυρίσαμε στην Αλφάμα, για να ακούσουμε fado, την ξακουστή αυτή μελαγχολική μουσική της Πορτογαλίας που τραγουδιέται με συνοδεία κιθάρας και φαγητού.
Καταλήξαμε στο Parreirinha de Alfama, το οποίο ήταν χωμένο κάπου σε ένα στενάκι και το ψάχναμε κανά μισάωρο, πήγαμε συστημένοι από άλλον. Στο συγκεκριμένο μέρος, τραγουδάνε και σεβίρουν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες, δεν το κάνουν για τα χρήματα, το κάνουν για το πάθος του φάντου. Ήταν τόσο μικρό και τόσο χωμένο, που ήμασταν περιτρυγυρισμένοι από Πορτογάλους και ήμασταν οι μόνοι τουρίστες, κάτι σαν αξιοθέατο ας πούμε.

Όπως θα παρατηρήσετε και στο βίντεο την ώρα που τραγουδάνε το φάντου δεν πρέπει να τρως, ούτε να μιλάς και να αναπνέεις, πράγμα που εμείς αγνοούσαμε ως τότε. Μπουκάραμε λοιπόν από την κεντρική πόρτα και ήταν το χωλάκι κάπως περίεργο, ο Αντώνης επέμενε ότι μάλλον μπήκαμε από την κουζίνα κατά λάθος. Ένας παππούς στην είσοδο μας είπε να περάσουμε και είχε ύφος μυστικιστικό. Οι γιαγιάδες σερβιτόρες ήταν ντυμένες καμαριέρες, με μαύρη μπλούζα και άσπρο φορεματάκι από πάνω, πράγμα που θα χαρακτηριζόταν από γραφικό έως ανώμαλο. Όσο διαλέγαμε τι θα φάμε και ψιθυρίζαμε ακούγοντας φάντου, η γιαγιά νευρίασε και μου φώναξε σσσσσ!!, γιατί το θεώρησε ιεροσυλία. Το βούλωσα κι εγώ κι έφαγα πάλι μπακαλιάρο με το ζόρι. Και ο Αντώνης κάτι πρωτότυπο, δηλαδή γαρίδες. Στη μέση του πιάτου το ανταλλάξαμε, έτσι σε δουλειά να βρισκόμαστε. Ευτυχώς ανά 4 τραγούδια σταματούσε η μουσική, άναβαν τα φώτα, έτρωγες, μιλούσες κανά εικοσάλεπτο και μετά ξαναέλεγε άλλα τέσσερα και έπρεπε να το βουλώσεις (αργήσαμε αλλά το πιάσαμε το κόνσεπτ). Ωραίο και το φάντου. 
 

Το επόμενο πρωί ξυπνήσαμε αποφασισμένοι να βρούμε καπουτσίνο. Είχαμε κοζάρει ένα ιταλικό στη γωνία, παγωτατζίδικο ήταν αλλά είχε και καφέ. Ιταλικό είναι λέμε, πόσο χάλια θα είναι ο καπουτσίνο; Μπήκαμε στο μαγαζί, καθήσαμε και μας λέει ο σερβιτόρος είναι 11 παρά 6 και εμείς ανοίγουμε στις 11, θα πρέπει να περιμένετε 6 λεπτά. Ξύστηκαν όλοι, από το ταμείο ως την κουζίνα για 6 λεπτά και στις 11 ακριβώς φόρεσαν όλοι τις ποδιές τους, στήθηκαν εκεί που έπρεπε να στηθεί ο καθένας και μας είπαν ότι ΤΩΡΑ έχουν ανοίξει. Είναι τρελοί αυτοί οι Πορτογάλοι. Το παγωτό φαινόταν ωραίο, ο καπουτσίνο περίπου τα ίδια χάλια, ή ίσως ένα τικ καλύτερος, για να είμαι και πιο δίκαιη. Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα με βασιλικό ύφος ο σκύλος του συμπεράσματος 5 (βλ. παραπάνω) και  επισφράγισα την επιθυμία μου. Ω ναι, θέλω να γίνω σκύλος στη θέση του σκύλου.


Μετά από την 100στή αποτυχημένη προσπάθεια για καπουτσίνο, περάσαμε και πάλι από το Casa Brasileira για να φάμε πρωινό. Κάθε μέρα τρώγαμε το πρωινό μας εκεί, γιατί ο Αντώνης είχε ερωτευτεί τον παππού σερβιτόρο, είχαν γίνει φίλοι και με ανάγκαζε να τρώω κάθε μέρα μπουρεκάκια με γαρίδα και μπακαλιάρο πρωί πρωί για να βλέπεται εκείνος με τον φίλο του. Νομίζω ότι έφαγα γαρίδα και μπακαλιάρο για τα επόμενα 3 χρόνια. Φωτογραφήθηκε με τον παππού αγκαλιά και φύγαμε για τον ποδαρόδρομο της ημέρας, τον ποδαρόδρομο ως το Corte Ingles, όπου δεν ψωνίσαμε τίποτα, γιατί δεν είχε τραμ, ούτε φελλούς, αλλά φάγαμε ζεστή σούπα λαχανικών και ο Αντώνης πήρε κι ένα Μίλκο με σόγια και επειδή τον κορόιδευα είπε ότι τάχα του το χάρισαν για προμόσιον. 

Το απόγευμα κάναμε βόλτα στο Oceanario, όπου είχε καρχαρίες, σαλάχια και άλλα τεράστια ψάρια που μας ήταν αδιάφορα και ωχριούσαν μπροστά στον παιχνιδιάρη κάστορα και μπροστά στο ψάρι που ήταν κρυμμένο σε μια γωνίτσα, στο ψάρι που κανείς δεν έδωσε λίγη σημασία, στο ψάρι που ήταν ένα κινούμενο κυδώνι με πτερύγια. Δεν είχε καν ταίρι, ήταν μόνο ένα. Αλλά και να είχε ταίρι τι θα έλεγαν; Οπότε μπορεί να ταιριάξει και με καμιά μέδουσα ας πούμε. Φάνηκε προσαρμόσιμος χαρακτήρας το κυδώνι.

Το βράδυ ξαναήπιαμε caipiκάτι, δεν θυμάμαι ακριβώς γιατί το 2ο συνθετικό συνεχώς άλλαζε. Αλλά το λάιμ βράχος.


Sintra
Ο παππούς-φίλος του Αντώνη μας είπε ότι η Σίντρα ήταν 10 λεπτά με το τρένο και τελικά ήταν 50. Δεν θέλω να ρίξω λάσπη, αλλά υποπτεύομαι ότι μάλλον δεν είχε πάει ποτέ στη Σίντρα ο ίδιος, διότι είχε φάει τα νιάτα του και τα γηρατειά του στο μεροκάματο του καφέ Μπραζιλέιρο, αφού δούλευε εκεί κάθε μέρα από τις 5 το πρωί μέχρι τις 7 το απόγευμα, όπως μας δήλωσε πρωτύτερα ο ίδιος. Μικρό το κακό τελοσπάντων, γιατί πετούσαμε 11 το βράδυ για την Αθήνα, οπότε είχαμε άπλετο χρόνο μπροστά μας. Στον άπλετο αυτό χρόνο αρχίσαμε να ανεβαίνουμε στο κάστρο και μάλλον πήγαμε από λάθος πλευρά, ή ίσως δεν αντέχαμε άλλη ανηφοριά και κλατάραμε κάπου στα μισά. Επίσης, ήθελα να δω τη μονή των καπουτσίνων και όπως παρατηρείτε δίπλα είχα ντυθεί και η ίδια καπουτσίνος για να κάνω θεαματική είσοδο, και ούτε εκεί καταφέραμε να πάμε, γιατί ήταν μακριά. Περιπλανηθήκαμε λοιπόν εκεί τοπικά, στα στενά της Σίντρα και αποστηθήσαμε άχρηστα πράγματα όπως πχ. την λέξη σαλιάρες στα πορτογαλικά: ους μπαμπέτ'ς. Ή το άχρηστο ρητό του Paul Valery: O mar, O mar, sempre recomecado, το οποίο ο Αντώνης ισοπέδωσε μεταφράζοντας με Φίλιππο Πλιάτσικα, Είναι ωραία η θάλασσα, γιατί κινείται πάντα.  


Είδαμε και το μουσείο των παιχνιδιών - επικοδομητική η πρωινή εκδρομή. Χάρηκα κυρίως με την Μπάρμπι αεροσυνοδό, παρατήρησα όμως ένα ένα και τα στρατιωτάκια του 3ου Ράιχ, τον Χίτλερ και δίπλα τον Γκέμπελς (για τον 2ο δεν είμαι σίγουρη αν ήταν ο εκ δεξιών ή εξ αριστερών, αλλά μπορεί ούτε ο ίδιος να ήξερε). Επίσης είδαμε την εξέλιξη του Κεν τις τελευταίες δεκαετίες, καουμπόηδες και Ινδιάνους, αυτοκινητάκια διάφορα και την πρώτη φεράρι που φτιάχτηκε από  Ιταλούς συνεπίθετους προγόνους μου, οπότε ένιωσα την περηφάνια να ξεχειλίζει από τα μπατζάκια μου και κυρίως από την κουκούλα μου. Δεν μας έμενε πολύς χρόνος μέχρι να φύγουμε, αλλά προλάβαμε να φάμε κάτι πρωτότυπο, δηλαδή γαρίδες και μπακαλιάρο, έτσι για το αντίο. Ο σερβιτόρος με είδε να παλεύω με τις γαρίδες και μου έφερε ένα μπολάκι ζεστό νερό με λεμόνι για τα χέρια. Ευτυχώς που το σκέφτηκε, γιατί αυτή τη φορά οι κάρτες επιβίβασης θα είχαν κάτι από θάλασσα. 


Η επιστροφή μας ήταν επεισοδιακή, διότι αρχικά ένα ζευγαράκι χωρίστηκε λόγω του ότι δεν υπήρχαν άλλες διπλανές θέσεις για να τους δώσουν στο τσεκ ιν, έκατσαν λοιπόν κάπου τυχαία και όταν η αεροσυνοδός τους σήκωσε για να κάτσουν στις σωστές θέσεις αφού το αεροπλάνο ήταν γεμάτο, η κοπελιά τον γαμ**ε λες και έπρεπε να την πάρει στα γόνατά του και τον ρωτούσε ποιος θα τη σώσει αν πάθει κάτι. Επίσης, το κοριτσάκι μπροστά μας τζιτζικωφτέρωσε μες στην ησυχία, σηκώθηκε καταμεσής του διαδρόμου και άρχισε να τσιρίζει στη μπροστινή της υστερικά Heyyy, Heyyyy, #&%($&% *&^$%# Stop doing that, stop pushing the fucking chair, are you crazy?? #$_)($%*)@!($))$_)%(#_$(*%  I cannot fit in hereeeee Stop it! Μέχρι που τη συγκράτησαν οι αεροσυνοδοί πριν αρχίσει να κυλιέται κάτω και να πετάει αφρούς από το στόμα. Μέσα σ΄αυτό το ευχάριστο κλίμα ήρθε και το diabetic meal μαζί με την συνοδευτική συμπόνια και ο Αντώνης λιγουρευόταν το γλυκό μου, αλλά του έκοψα τα χέρια και έτρωγε κρυφά όταν η αεροσυνοδός γυρνούσε την πλάτη. Ρεζίλι θα γινόμασταν αν τον έβλεπε, διαβητικό άνθρωπο. Τέλος καλό όλα καλά και με την πτήση λοιπόν.
Άργησα να γράψω αλλά δεν έχετε παράπονο, τα είπα όλα, σας έβαλα και τις φώτος μου, κυρία.



Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

5 μερούλες είναι λίγες πολύ λίγες

Spooktacular Xmas φέτος στη δουλίτσα. Μας φέραν το catering και ανοίγοντας τη δεύτερη πιατέλα αντικρίσαμε το κάτωθι γουρούνι να μας κοιτάζει με μίσος. Για να αποφύγω το ανατριχιαστικό θέαμα του κουτιού 2, γέμισα το πιάτο μου με πατάτες, ρύζι, νουντλς, μακαρόνια και ψωμί και το άμυλο άρχισε να ξεχειλίζει από τα ρουθούνια μου. Μετά τη δουλειά το βράδυ των Χριστουγέννων βγήκαμε με την Πόπη και ήπια έναν κουβά γαλάζιο κοκτέιλ απροσδιόριστης σύνθεσης για να αλλάξω τη γεύση μου και να ταβλιαστώ για πάντα στο κρεββάτι.
Πάρτι νούμερο 1 στο σπίτι του Κωνσταντίνου την περασμένη Παρασκευή, όπου ακούγοντας Καρρά, μπουκωμένοι με cheese cake και σοκολατένιο κορμό, ανταλλάξαμε τα χριστουγεννιάτικα δώρα:
Το δώρο της Μαρίας, ένα κωλόχαρτο με Άγιους Βασίληδες, που "μόνο σε μένα και στον Κωνσταντίνο θα μπορούσε να προσφέρει". Τι γλυκιά!! Το δώρο της Νάντιας, κάλτσα ως το γόνατο που κάνει το εφέ μπότας, καινοτομία του calzedonia. Το δώρο του Αντουάν, το οποίο ήταν διπλό, φανταστικό και μύριζε bsb. Δεν άντεξα να μην κάνω πρόβα τα καινούργια μου ρούχα εκεί επί τόπου στο ξένο σπίτι και να ακούσω τις απόψεις των φίλων μου για το αν ο κώλος μου με το καινούργιο φόρεμα φαίνεται μόνο όταν σκύβω ή αν φαίνεται και στην ευθεία στάση. Το δώρο του Κωνσταντίνου, δηλαδή μια χρυσή καμπανούλα κεράκι, την οποία είχε πάρει ίδια για όλους μας. Η Πόπη τόσο πολύ ενθουσιάστηκε με τις καμπανούλες, που βούτηξε και του Γιάννη με θράσος για να τις κάνει σετ στο μπουφέ του σαλονιού της. Επίσης παίξαμε ταμπού με μεγάλη επιτυχία. Ο Κωνσταντίνος αντί να εξηγεί την πάνω λέξη εξηγούσε τις λέξεις ταμπού και όταν η Μαρία που τον πρόσεχε του είπε ότι κάνει μλκίες την είπε "καρφί" και συνέχισε το βιολί του.

Για τα δώρα που έδωσα εγώ δεν σας είπα, γιατί αυτά άργησαν μια μέρα, αφού δεν είχα αμάξι να πάω για ψώνια. Το έμπασα σε μια λούμπα μέσα στη βροχή και κλάταρε το λάστιχο. Μετά τον εκκωφαντικό θόρυβο της πτώσης το πήγα και κανα χιλιόμετρο μέχρι να καταλάβω ότι κάτι τρέχει από το γκρου γκρου γκρου και το τιμόνι που έγερνε προς τα δεξιά με μανία. Κατέβηκα, είδα το λάστιχο τέζα και πήρα την σωστή απόφαση, δηλαδή να φτάσω ως το σπίτι μου σιγά σιγά με το σκασμένο λάστιχο γιατί ήταν κοντά και δεν είχα και πολλές επιλογές στο βουνό και στη βροχή. Ο μπαμπάς μου το επόμενο πρωί με γ**ησε για τα χρόνια πολλά επειδή ξέσκισα το λάστιχο αντί να τον πάρω τηλέφωνο να ρθει να με μαζέψει και ψέλλιζε ότι "εγώ και η μάνα μου δεν ξέρουμε ούτε ένα λάστιχο να αλλάξουμε". Η μάνα μου του απάντησε νευριασμένη ότι κι αυτός "δεν ξέρει να φτιάξει μουσακά". Και κουβέντα στην κουβέντα ο καημός μεγάλωνε.

Πάρτι νούμερο 2, παραμονή Χριστουγέννων στο σπίτι της Μαρίας, όπου πρόβαρα το καινούργιο μου bsb κολάν σεταρισμένο με ένα ωραιότατο σακάκι από τα κινέζικα, μάρκα "new collection" κλάπα κλάπα, που έκλεψε τις εντυπώσεις. Χορέψαμε ποιοτικά τραγούδια, όπως το με καις με καις, το καμπριολέ (ο Βασιλείου είχε την τιμητική του), το παραδώσου λοιπόν και τον Gummy bear-θα'μαι καλό παιδί - καμία συνοχή τα τραγούδια αλλά μετά από το τρίτο κρασί δεν σε ενδιαφέρει και τόσο. Ε μετά έπαιξε και λίγο ciprian robu - τι είναι αυτό το Φουρέιρα; που λέει και ο Αντουάν.
Και μετά τις 4 που έσπασε ο κόσμος συνεχίσαμε τη βραδιά-ταμπού, καθώς και την μεγάλη επιτυχία.
-Είναι 2 λέξεις και έχει σχέση με ερωτευμένο ζευγάρι.
-Πίπα κώλο?
-Όχι, φωτεινός αγκαλίτσας! (άσχετο).

Αν δεν σας ξαναδώ μέχρι την πρωτοχρονιά καλά να περάσετε και μην ξεχάσετε το κόκκινο βρακί στην αλλαγή του χρόνου, είναι must. Χρόνια πολλά σε όλους.

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

17 μέρες για τα Χριστούγεννα...

...Όσες και οι φορές που πετάει πιο γρήγορα η Aegean από το έλκηθρο του Άη Βασίλη.
Φέτος ξεκίνησα να νιώσω Χριστούγεννα από τα Τζάμπο. Είδα ότι έχουν τρελαθεί όλοι με αυτά τα βραχιολάκια αντίστροφης μέτρησης Χριστουγέννων. Γιατί ποιός δεν θέλει να φοράει στον καρπό του ένα βραχιολάκι που να γράφει "20 μέρες, όσες και οι φορές που αερίζονται καθημερινά τα ξωτικά του Άη Βασίλη όταν δουλεύουν". Γιατί ανέκαθεν τα Χριστούγεννα μύριζαν ζεστασιά, μελομακάρονα και κλανιές ξωτικού. Κάνω χώρο στον καρπό μου και το τυλίγω, εξάλλου ας μην γίνω υπερβολική, οι υπόλοιπες μέρες είναι άκρως σοβαρές: 16 μέρες, όσα και τα εκατοστά που έχει μήκος το ... αφτί του ξωτικού (;;;;), 11 μέρες, όσες και οι φορές που ρεύεται ο Άη Βασίλης όταν πιει το γάλα του, κλπ.
Αγόρασε και ο αδερφός μου κάτι στολίδια από τα Τζάμπο, αν και έχει χάσει το ενδιαφέρον του για τα Χριστούγεννα από τότε που ο μπαμπάς μας μάς είχε πάει στο Μινιόν το 1986 και πάνω σε μια στιγμή αδυναμίας μας αποκάλυψε ότι δεν υπάρχει Άη Βασίλης. Από τότε κάθε Χριστούγεννα του το χτυπάει. Μεγάλο γινάτι αυτό το παιδί. Πήρε λοιπόν τα στολίδια με καρδιά βαριά και ασήκωτη από τη θύμηση, τα πήγε σπίτι και εκεί συνειδητοποίησε ότι δεν έχει δέντρο να τα βάλει.

Εορταστική ατμόσφαιρα γύρω μας. Και έτσι, επειδή προχτές δεν είχαν κανέναν Νίκο να του πάρω δώρο, αγόρασα κι άλλα παπούτσια για πάρτη μου. Δεν είχα γκρι, καταλαβαίνεις αυτό το κενό πιστεύω. Άσε που κάνω απόθεμα τώρα που έχουμε, γιατί αύριο μεθαύριο δεν ξέρεις τι γίνεται. Στον γείτονά μας τον Νίκο πάντως του κάνανε πολλά δώρα. Μέχρι και η γιαγιά του τον θυμήθηκε -Έφερα μια κολόνια παιδί μου για το καλό... Τελικά του είχε τυλίξει ένα σιροπάκι για το βήχα. Και μάλιστα ληγμένο.

Σήμερα το πρωί είχαμε μάθημα ισπανικών. Ευτυχώς ο καθηγητής μας αρρώστησε και αφού ήτανε χαρά θεού πήγα για καφέ στην πλατεία με τη Μαρία. Την ώρα που μας είχε συνεπάρει η συζήτηση, ένας σκύλος όρμηξε στο τραπέζι μας να πάρει τα μπισκότα και γέμισε το κινητό της Μαρίας σάλια. Και ήταν τόσο τυχερή που ακριβώς εκείνο το δευτερόλεπτο που έψαχνα να βρω μαντιλάκι για να το συμμαζέψουμε κάπως, άρχισε να δονάει και η Μαρία να το κοιτάζει επίμονα...
-Τι είναι Μαρία, δεν πιστεύω να ετοιμάζεσαι να το σηκώσεις...
-Δεν γίνεται είναι από τη δουλειά. Παρακαλώ;;
... είπε και σκούπισε τα σάλια στο αυτί της. Μπλιάαααχ.
Μετά από αυτό το ευχάριστο σκηνικό γύρισα στο σπίτι και βρήκα δύο χοντρούς έξω από την πόρτα.
-Ο θεός κορίτσι μου μας τιμωρεί για τα αμαρτήματά μας με την οικονομική κρίση. 
(τροφαντούληδες είστε δεν σας έπιασε και πολύ η κρίση)

Πάρε αυτό το περιοδικό που σου δίνει απαντήσεις για όλα. 
-Cosmopolitan είναι;?
Χμμμ... Μάλλον δεν σας αρέσουν και πολύ τα αστειάκια. Ας σας κλείσω απέξω. Έχω να φτιάξω και τα μελομακάρονα. (Η μάνα μου τα έφτιαξε, απλώς ήθελα ένα χριστουγεννιάτικο τελείωμα).


Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

Σκέφτομαι και γράφω: Γιατί θα θυμάμαι το 2011



Γιατί ξεκίνησα λάτιν και στην πορεία το γύρισα στο χασάπικο, στο ζεϊμπέκικο και στο Zorbas the Greek. Γιατί αύξησα τη συλλογή μου της Betty Boop με ένα αγαλματάκι, ένα καδράκι κι ένα στριγκ. Και μην ρωτήσει κανείς γιατί δεν βάζω ν στο στριγκ. Στο πανεπιστήμιο μας έμαθαν ότι στα ελληνικά το νι-γάμα-κάπα είναι ανύπαρκτος συνδυασμός.  Όπως γράφεις το Ουάσιγκτον ας πούμε, απλώς λίγο πιο πρόστυχο. Το αγαλματάκι  της Betty Boop το στόλισα δίπλα στην προτομή του Ιπποκράτη και ο πατέρας μου με ρώτησε πόσο χρονών είμαι. Άφησα λοιπόν την κέρινη κεφάλα μόνη της και μετέφερα τη Betty στο δωμάτιό μου. Θυμήθηκα και τον φανταστικό διάλογο:
-Ναι γεια σας, πετάω αύριο από Μιλάνο Αθήνα και θέλω να μεταφέρω στην καμπίνα ένα κεφάλι.
-Παρμεζάνα;
-Όχι μια ξύλινη προτομή.
Τι να της πεις τώρα...
Γιατί αποφάσισα ότι ο έρωτας για την Aegean είναι ανυπέρβλητος. Και δεν γιατρεύεται. Φέτος λοιπόν θα στολίσω το δέντρο με ασημίζοντα υγρά μαντηλάκια aegean και στην κορυφή θα βάλω έναν άγγελο με φτερά airbus. Σουρεάλ, αλλά με τα δικά του φτερά θα ήταν ξενέρωτος. Λες να με πετάξουν οι γονείς μου έξω από το σπίτι; Χμμμμ. Μόνο ο Κωνσταντίνος θα το εκτιμούσε.
Γιατί είδα την Άντζελα Δημητρίου live.
Γιατί  αποφασίσαμε με τη Νάντια να ενισχύσουμε τα μικρά συνοικιακά μπαράκια και να καθόμαστε σε όποια παρακμή ανακαλύπτουμε στο διάβα μας και να γουστάρουμε κιόλας. Βέβαια ενισχύουμε και τους Κινέζους, αλλά τι να κάνεις, μας οδηγεί η ανάγκη. Παίρνεις το παντελόνι κοψοχρονιά 20 γιούροζ και σου λέει ο Κινέζος στο ταμείο: Τέλει 15 χωλίς απόντεικση; Ε, ναι τέλει και παρατέλει. Για την Ελλάδα ρε γαμώτο!
Γιατί κατέληξα για 28η συνεχή χρονιά στο ότι δεν μπορείς να συνεννοηθείς με τους άντρες:
-Ας υποθέσουμε ότι είσαι σε ένα μπαράκι και πίνεις το ποτό σου, και πιο κει είναι μια γκόμενα που κοιτάζεστε εδώ και ώρα. Πώς την πλησιάζεις;
-Ε, αφού κοιταζόμαστε, της κάνω νόημα να έρθει εκεί που κάθομαι.
-Μα καλά ΑΥΤΗ θα έρθει;?
-Ναι, γιατί;?
Μα ρωτάς κιόλας;;;; Λοιπόν για να ξεκαθαρίσουμε τις απλές διαδικασίες. Αν κοιτάζεις τη γκόμενα και έχεις καταλάβει ότι κι εκείνη δεν σε σιχαίνεται κιόλας, δεν της κάνεις νόημα να έρθει, παίρνεις τον κώλο σου και πηγαίνεις εσύ να της μιλήσεις. Ε δεν θα αλλάξεις εσύ την κοσμοθεωρία.

blue stars sprinkle glitter pictures, backgrounds and images

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

Να τρώει η μάνα και του παιδιού να μην δίνει

Το καλό όταν έχεις έναν γιατρό μέσα στο σπίτι είναι ότι πάντα έχεις φρέσκα πράγματα στο σπίτι. Γιατί ο κάθε ασθενής από τα γύρω χωριά  που πάει για εξέταση, προσκομίζει και το κατιτίς του. Ψάρια, τυριά, αυγά, πίτες, κότες ζωντανές, 1 αρνί ολόκληρο για το Πάσχα, κλπ. Έφερε λοιπόν τις προάλλες η κυρά Βασιλική στο μπαμπά μου κάτι μανιτάρια ΤΕΤΟΙΑ - με το συμπάθιο. Τα κάνεις είπε ψητά και είναι σαν κρέας. Από την ώρα που το σκέφτηκα άρχισε να μου τρέχει το σαλάκι. Μέχρι που κατεβαίνω στην κουζίνα για φαγητό και η μάνα μου έχει τη φαϊνή ιδέα να μου απαγορεύσει να τα φάω, γιατί της καρφώθηκε ότι μπορεί να είναι δηλητηριώδη. Και αν η κυρά Βασιλική μπερδεύτηκε και δεν τα ξεχώρισε καλά τι θα γίνει; Ή αν είναι το sequel της Φαρμακούλας - μανιτάρια α λα δηλητηριάνα
Πρώτον και καλύτερον, εγώ αγνοούσα παντελώς την ύπαρξη αυτής της... "Φαρμακούλας". Είναι μία λέει που πριν από χρόνια ξεκλήρισε τους γείτονές της με δηλητηριασμένα τηγανόψωμα, επειδή δεν ήθελαν να συμπεθεριάσουν. Κι εμάς δηλαδή γιατί να θέλει να μας ξεκάνει η ξένη γυναίκα; Για τον προστάτη που έκανε ο κυρ Θόδωρας; Ααααα, το προχώρησε πολύ το θέμα με το μανιτάρι η μάνα. Κι εμένα δώστου να μου τρέχει το σαλάκι. Και το χειρότερο είναι ότι η απαγόρευση ήταν μόνο για μένα. Γιατί ο πατέρας μου τα δικά του μανιτάρια τα χλαπάκιασε μια χαρά και δεν του είπε κανένας τίποτα.
-Ε, άσε παιδί μου τον πατέρα σου να φάει, να δούμε αν είναι καλά.
Τη βρήκε τη λύση.
-Βρε μάνα αν δεν ήταν καλά τα μανιτάρια θα είχε ψοφήσει ο άνθρωπος.
-'Οχι κάνει 48 ώρες να σε πιάσει το δηλητήριο και δεν το καταλαβαίνεις εξαρχής, γιατί παραλύεις σιγά σιγά. Ο πατέρας σου ας πούμε θα παραλύσει μεθαύριο που θα είναι στη δουλειά, οπότε δεν θα το καταλάβουμε από τώρα. 
Και ο μπαμπάς να ακούει και να τρώει απτόητος. Δεν άφησε ούτε ένα. Θα μου πέσει το παιδί απόψε.



Από τα νεύρα μου το έριξα στα ψώνια. Μην φανταστείς τίποτα τρελά δηλαδή. Πήρα ένα φόρεμα με ροζ-μαύρες οριζόντιες ρίγες, οι οποίες σε κάνουν λίγο να νιώθεις σαν τη μέλισσα της Μπάρμπι, αλλά σου προσθέτουν και 2-3 κιλά, οπότε οι φίλοι σου δεν σε φωνάζουν πια "παιδάκι από τη Μπιάφρα". Επίσης, πήρα κάτι μαύρες γόβες. Τις είχα ήδη πάρει σε μπεζ, αλλά επειδή ήταν βολικές είπα να τις πάρω και σε μαύρο. Μπήκα λοιπόν στο μαγαζί και ήταν το αντρόγυνο με τη μυγοσκοτώστρα στο χέρι.
-Γεια σας είχα έρθει πριν κανά μήνα και πήρα κάτι γόβες...
-Ναι σε θυμόμαστε, εκείνες τις μπεζ με τη μπαρέτα σε 39.
(Μάλιστα, μήπως θυμάσαι και σε ποιο δάχτυλο έχω τον κάλο?)

-Εεεε, ναι αυτές, μήπως τις έχετε και σε μαύρες;
-Ναι αγάπη μου, νάτες σου βάζω και τους έξτρα πάτους που ήθελες μέσα. Με γεια σου. Ξέρεις αυτές τις φέρνουμε από την Ιταλία, δεν τις έχει κανένας άλλος, εκτός από τον γιο μας εδώ χάμου!!!!!
Μα καλά μου λένε τόσο απροκάλυπτα ότι ο γιος τους φοράει 12ποντα λουστρίνια;
- (γελάκι) Ευχαριστώ πολύ, καλό σας βράδυ.
Βγαίνοντας από το μαγαζί είδα τις γόβες και στην βιτρίνα του απέναντι. Σκύβω προς το τζάμι. Ένας 35χρονος με μια μυγοσκοτώστρα στο χέρι. Ώστε αυτός ήταν ο γιος! Είπα κι εγώ..!



Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

Μαλακία να ζεις στο βουνό...

... είπε μια μέρα η Νάντια πάνω στη φούρια της. Και όχι μόνο το είπε, επέμενε να μου αναπτύξει και τα επιχειρήματά της, μέχρι να συνειδητοποιήσει ετεροχρονισμένα ότι μιλάει σε μένα, που μένω στην κορυφή του βουνού. Ε μετά ξέρεις, πήγε να το μπαλώσει, ότι εντάξει δεν είναι και μαλακία μωρέ, καλό είναι και το βουνό και έχει τη χάρη του, αλλά είναι που...έχει κρύο και είναι μοναχικά, βέβαια μυρίζει πεύκο και βροχή, οπότε μπορεί και να είναι ωραία... Ξέρεις τώρα. Έτσι το είπε, λέει, και να μην θυμώσω. Σιγά μην θύμωνα.  Άλλωστε στο βουνό παρκάρεις έξω από το σπίτι σου! Κι εγώ λοιπόν πάρκαρα έξω από την πόρτα μου κι έμεινα εκεί καμία δεκαριά μέρες που είχα άδεια. Δεν πολυκουνιέμαι τελευταία, γιατί νιώθω λίγο κουρασμένη. Πάνε οι παλιές καλές εποχές που κοιμόμασταν και βάζαμε ξυπνητήρι στη μία τη νύχτα για να πάμε στο Base. Και που λες τόσες μέρες κάθομαι και ανάρτηση τίποτα, αλλά πριν μου την πεις, να ξέρεις: Στο βουνό έχει πρόβλημα το ίντερνετ. Και το σταθερό τηλέφωνο μαζί, πράγμα που δεν με αφορά άμεσα, διότι εγώ θεωρητικά μιλάω στο κινητό. Μόνο που το κινητό δεν έχει σήμα στο βουνό. Αλλά αφού παρκάρεις έξω από την πόρτα σου, ας πούμε ότι το καταπίνεις κι αυτό. Και αφού έχεις και πόρτα για να παρκάρεις απέξω, να λες κι ευχαριστώ. Στο σπίτι λοιπόν, χωρίς τηλέφωνο και χωρίς ίντερνετ. Πάτησα και το κουμπί αυτοκαταστροφής του υπολογιστή και τώρα πρέπει να έρθει ο Γιάννης να μου το φτιάξει. Και επειδή θα κάνει αυτόν τον κόπο να έρθει ως εδώ πάνω, θα πρέπει να του φτιάξω κρέπες με μερέντα. Γιατί, οι φίλοι μου δεν έρχονται συχνά στο βουνό. Η Μαρία το αποφεύγει γιατί ποτέ δεν μπορεί να βρει το σπίτι, δεν ξέρει που να στρίψει, λέει, γιατί όλοι οι δρόμοι είναι ίδιοι και ότι μάλλον χάθηκε γιατί έστριψε στο 3ο πεύκο δεξιά, αντί να στρίψει στο 2ο. Και ο Κωνσταντίνος την τελευταία φορά που ήρθε έπρεπε να κηδεύσει τον σκύλο και έτσι δεν έχει καλές αναμνήσεις.

Αλλά, ξέχασα να αναφέρω το σημαντικότερο, ότι ξεκουνήθηκα την Παρασκευή το βράδυ και πήγα στον Ρουβά. Ημέρα αποφράδα για τις απανταχού Ρουβίτσες, διότι την ώρα που τραγουδούσε ο Ρουβάς, ξεπετάχτηκε και ο Ρέμος από το πουθενά για να κλέψει λίγη από τη δόξα του.  Και η Νάντια άλλο που δεν ήθελε. Μας είχε φτιάξει και ο ταξιτζής στο δρόμο με τα άπαντα του Αντώνη, άντε να την ηρεμήσεις μετά! Φάγαμε κι ένα πουλόκρυο στο γύρνα, που ήταν όλο δικό μας, γιατί θέλαμε και στάση για να φάμε τυρόπιτα κουρού με το ξημέρωμα. Και εννοείται ότι μετά κοιμήθηκα στο σπίτι της. Μαλακία να οδηγείς ως το βουνό μετά από ξενύχτι!
Γύρισα λοιπόν χτες στη δουλίτσα μου και τσουπ! μου ήρθε και το ίντερνετ. 
Και τώρα τι να το κάνω ας πούμε??? Λοιπόν πάω για ύπνο γιατί πιάστηκα στην καρέκλα, δεν είμαι πια και για ξενύχτια. Βρήκα και τη λέξη "μούχλα" στα κλειδιά αναζήτησης. Τυχαίο;? Μάλλον ναι, γιατί από κάτω βρήκα το "σεξουλιάρικο μασάζ" - μα τι παίζει με την πάρτη μου επιτέλους???

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

Το χρυσό μπι μπι

Μπολόνια
Σάββατο, 15 Οκτωβρίου 2011

16.35  Περιμένουμε στο πεζοδρόμιο με τις βαλίτσες μας την ιδιοκτήτρια του σπιτιού που έχουμε νοικιάσει μέσω ίντερνετ, και στοιχηματίζουμε για τον κάθε άκυρο που βλέπουμε να πλησιάζει προς το μέρος μας. Η γιαγιά που καταφτάνει είναι μια τρομακτική καμπούρα που μιλάει μόνο ιταλικά. Με μάτι καχύποπτο και μαλλί ιδιαίτερο, μισό κόκκινο-μισό γκρι, αλλά μάλλον όχι εσκεμμένα.
16.40  Η γιαγιά μας ξεναγεί στον χώρο, δηλαδή στην τρώγλη-αποθήκη που θα μέναμε. Ο κόμβος του σπιτιού είναι η κουζίνα. Είναι γεμάτη χαρτιά και πράγματα, και κάπου υπάρχει και μια βέργα που έχει περασμένα πάνω καμιά δεκαπενταριά ζευγάρια γυαλιά ηλίου. Σκεφτόμαστε ότι η γιαγιά σκοτώνει τα θύματα ενοικιαστές και τους παίρνει τα γυαλιά. 
Από τα τρία υπνοδωμάτια του σπιτιού, στο ένα μένει μια άσχετη κυρία, η οποία μια γωνίτσα έπιασε, δεν θα μας ενοχλούσε λέει. Κι έτσι στριμωχτήκαμε και οι οχτώ στα άλλα δύο. Λογικότατο για να έχουμε πληρώσει 500 ευρώ προκαταβολή και να εκκρεμούν άλλα 300. Τα υπνοδωμάτια που λες γεμάτα σαβούρα. Ευτυχώς τουλάχιστον είχε κρεββάτια. Το ένα σπασμένο, αλλά σιγά μωρέ!. Η γιαγιά μας αποκάλυψε ότι έμενε κι εκείνη στο σπίτι, για να έχει τον έλεγχο. Μαζί της και ένα συμπαθέστατο ριτρίβερ, ονόματι Πι, που έτρεχε σαν τρελό μέσα στο σπίτι, και το οποίο πιάσαμε επ' αυτοφώρω να κυλιέται στα σεντόνια και στις πετσέτες του μπάνιου μας.
17.25  Κάνουμε κλήρωση, για να δούμε ποιος θα κοιμηθεί πιο κοντά στην πόρτα, δηλαδή ποιον θα γραπώσει πρώτα η γιαγιά την ώρα που κοιμάται. Η κλήρωση έγινε με τον απλό πατροπαράδοτο τρόπο, δηλαδή με τη μέθοδο αριθμημένα χαρτάκια. Και εγώ με τον Κωνσταντίνο, την Πόπη και τον Γιάννη, ήμασταν οι πιο τυχεροί απ' όλους, αφού μας έλαχε να κοιμηθούμε στο πρώτο δωμάτιο.
18.00  Λόγω της άσχετης κυρίας, της μάγισσας γιαγιάς και της Πι, πριν φύγουμε για να πάμε για φαγητό, είχαμε το θράσος να ζητήσουμε κλειδί για το δωμάτιό μας. Privacy zero. Τρεις φορές της ζητήσαμε το κλειδί της γιαγιάς και κούνησε την κεφάλα της ενοχλημένη.
- Και αν τύχει κάτι να μην μπορώ να μπω στο δωμάτιο;?!   
Σαν τι θα τύχει ας πούμε ???

 Κυριακή, 16 Οκτωβρίου 2011

00.45  Γυρίσαμε από τη βόλτα και μύριζε όλο το σπίτι σπανακόριζο. Σας τα έλεγα εγώ, τα ζόμπι είναι χορτοφάγα. Τη γλιτώσαμε και σήμερα. Η γιαγιά έχει κλειδωθεί στην κουζίνα μαζί με την Πι και κοιμούνται. Όποιος διψούσε τον πούλο.
01.20  Γιάννης: Προτείνω μιας και είμαστε τα πρώτα υποψήφια θύματα, να βάλουμε πίσω από την πόρτα ένα σκαμπό, ώστε αν ανοίξει το ζόμπι της γιαγιάς να ακούσουμε το σούρσιμο. 
Ταυτόχρονα, στο μέσα δωμάτιο τα παιδιά προσπαθούν να προσαρμοστούν στον χώρο. Απέναντι από το διπλό κρεββάτι υπήρχε η ντουλάπα της Νάρνια, τίγκα στα σκορωφαγωμένα σακάκια του συγχωρεμένου. Και κάπου πιο δίπλα ένα χρωματιστό πανί.
Πόπη: Αυτό το πανί εκεί πρέπει να της το έφερε κάποιος από την Αυστραλία.
Μαρία: Ε μάλλον όποιος έρχεται εδώ αφήνει και κάτι..
Τάσος: Κι εμείς ας πούμε θα αφήσουμε κανά νεφρό.
Παύση.

Μαρία: Έχει κι ένα πόδι κάτω από το κρεββάτι.

Για καλή μας τύχη το πόδι ήταν σιδερένιο.


02.00  Μέσα σ' αυτή τη χαρούμενη ατμόσφαιρα, ξεκινάει και το πάρτι έκπληξη. Γιατί ξέχασα να αναφέρω ότι είχα τα γενέθλιά μου. Εδώ απολαμβάνετε μοναδικές στιγμές από το σβήσιμο του κέικ μου, στην τρώγλη της γιαγιάς. Το βίντεο είναι μια ευγενική χορηγία του Γιάννη και της Πόπης.



Για όποιον δεν ακούει τίποτα μες στα χαχανητά, ας δώσει προσοχή στην τελευταία ατάκα, όπου ακούγεται στο δρόμο μια σειρήνα και ο Γιάννης λέει μες στη φυσικότητα "Ωχ, λέτε να έχει ανιχνευτές καπνού;". Σιγά μην έχει και θερμαινόμενο δάπεδο η τρώγλη.

03.00  Πέφτουμε να κοιμηθούμε. Οι μισοί με το τζιν, γιατί σιχαίνονται να λερώσουν την πυτζάμα τους.

05.00  Ακούμε το θόρυβο από το σκαμπό πίσω από την πόρτα να κουνιέται. Η πόρτα μισανοίγει, και μπαίνει μέσα το χέρι της γιαγιάς. Μόνο το χέρι, και μάλιστα με το νυχτικάκι. Σαν σάβανο ήταν. Κάνει δυο κινήσεις στον αέρα και ξαναβγαίνει. Ο Γιάννης ροχαλίζει. Η Πόπη κάτω από την κουβέρτα φωνάζει Γεωργίαααα, ένα χέρι. Εγώ με τη σειρά μου μεταφέρω στον Κωνσταντίνο, Κωνσταντίνεεεε ένα χέρι! Ο Κωνσταντίνος σηκώνεται και κατευθύνεται προς την πόρτα να δει τι συμβαίνει. Τζίφος! Η γιαγιά έχει ξανακλειδωθεί στην κουζίνα.Ξαναβάζουμε το σκαμπό πίσω από την πόρτα.
  
05.10  Ακούμε πάλι το σκαμπό. Ξαναμπαίνει το χέρι της γιαγιάς με ένα τηλεκοντρόλ, και μας σβήνει το air condition!!! Παρακάτω το χρονικό του αιωρούμενου χεριού, μια ευγενική χορηγία της Πόπης.

Λύθηκε λοιπόν και ο γρίφος του χεριού. Την πρώτη φορά πήρε θερμοκρασία και κατάλαβε ότι καίμε ρεύμα, και τη δεύτερη φορά επέστρεψε για να μας το σβήσει αποφασισμένη για όλα.

09.05  Πάνω που κάπως μας πήρε ο ύπνος με την αυγούλα, η γιαγιά γκαρίζει έξω από την πόρτα. Buongioooorno....Buongiooooorno....Signora Giorgiaaaa, buongiooorno! I fiori sono belissimi!! (Πολύ ωραία τα λουλούδια, πα' να πει). Τα λουλούδια μου τα έστειλε ο Αντώνης από την Ελλάδα για τα γενέθλιά μου. Η γιαγιά ή δεν είχε ξαναδεί τριαντάφυλλα ή εκστασιάστηκε με τo ιντερφλόρα. Κάτι από τα δύο συνέβη.

09.40  Κάνουμε ντους όλοι με βάρδιες. Διπλα στη ντουζιέρα έχει ένα κεφάλι από κούκλα-μανεκέν βιτρίνας. Spooky!

11.00  Εξαφανιζόμαστε για να πάρουμε τηλέφωνο στο σάιτ που κάναμε την κράτηση, να κάνουμε τα παράπονά μας και να ζητήσουμε τα λεφτά μας πίσω. Θα μας ξανακαλούσαν σε λίγο, μάλλον για να μας δώσουν 1 αρχ**ι. Μέχρι να επιστρέψουμε σπίτι, έχει πέσει σύρμα στη γιαγιά. Έχει αερίσει, έχει στρώσει, έχει αντικαταστήσει το σπασμένο κρεββάτι και έχει εξαφανίσει τον σκύλο. Μπορεί και να τον έφαγε.
Come state regazzi... hehe ...tutto bene? Io ho sistemato la stanza un po'... hehe... Volete un caffè? (Τι κάνουν τα παιδάκια μου... χεχε.... όλα καλά; Εγώ συγύρισα λίγο... θέλετε καφεδάκι;). Και από μέσα της σκεφτόταν: Mikroi spoiouuuunoi, me ntwsate stegkna.... me karfwsate sto site... malakismeeeena.


14.00  Μαζεύουμε τα κουβαδάκια μας και σε άλλη παραλία. Με τα μπαγκάζια στο χέρι λέμε στη γιαγιά ευγενικότατα ότι το σπίτι της βρωμάει, ότι είναι μπάτε σκύλοι αλέστε (στην κυριολεξία όμως) και επίσης ότι την καταγγείλαμε στο σάιτ. Όσο πλησιάζουμε προς την είσοδο, η γιαγιά γκαρίζει 
i fioooori, signora, i fiooooriii. Λύσαξες κυρά μου με τα φιόρι. Είναι από τον γκόμενό μου, δεν σου τα δίνω που να χτυπιέσαι. 

Σάββατο, 22 Οκτωβρίου 2011
Έχουμε εξαντλήσει κάθε δυνατή προσπάθεια για το refund με το σάιτ. Πάω να τους επισυνάψω και τις φωτογραφίες-ντοκουμέντα που βγάλαμε και τότε συνειδητοποιώ ότι η τρώγλη έχει φοβερή φωτογένεια. Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσαν λέει να μας κάνουν τίποτα. Το σπίτι λέει η γιαγιά δεν το δηλώνει για πριβέ, αλλά για μπιμπι. Βed and briekfast δηλαδή. Επομένως είναι λογικό να κοιμάται μέσα αυτή, ο σκύλος της και η άσχετη γυναίκα. Γαμώ το μπι μπι και τη γιαγιά. Και δεν βρίσκαμε καλύτερα κανένα χόστελ να μην μας πιάσουν και τον κώλο?!

Δευτέρα, 24 Οκτωβρίου 2011

Επειδή είμαστε μεγαλόψυχοι αποφασίζουμε να πούμε στο customer service του σάιτ ότι τους χαρίζουμε τα 500 ευρώ και ότι μάλιστα θέλουμε να πληρώσουμε και τα άλλα 300, γιατί η γιαγιά μας προσέφερε άπειρες στιγμές γέλιου, με περίοδο κατακλείδα στο μέιλ μας "Η ελληνική κρίση θέλει χιούμορ". Άσε που σκεφτόμαστε να αγοράσουμε και ένα μπουκέτο λουλούδια και να τα στείλουμε στη γιαγιά. Θα της βάλουμε και μια κάρτα να γράφει  "i fiooori, signora". Και σίγουρα θα μας περάσει για βλαμμένα. 
Μα που έβαλα τα γυαλιά ηλίου μου??