Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2015

Στο supermarket

-Μπορείς να μην τρως από τα χύμα φυστίκια μπροστά στον κόσμο?
-Σιγά μωρέ, κι άλλοι θα τρώνε!
 
-Εσύ ποια οδοντόκρεμα χρησιμοποιείς?
-Όποια βρω στο ντουλαπάκι σου.

-Πάμε να φύγουμε μου έπεσε το καρπούζι απ' τα χέρια πάνω στα πόδια μιας κακομοίρας.
- %*$#(%*&%^*

-Έτσι και ξανανοίξω δρακουλίνια για να βρω το μαγικό τατουάζ, και μέσα βρω μόνο τις οδηγίες, θα γίνει χαμός σου λέω!

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

"Μπέκα" στο αεροπλάνο και μην ρωτάς που πάμε!

Φέτος, οι καλοκαιρινές μας διακοπές ξεκίνησαν από την Κάρπαθο, όπου πήγαμε να επισκεφτούμε τον Κωνσταντίνο. Η Ειρήνη νόμιζε ότι θα φέρει δίπλωμα οδήγησης ο Θανάσης. Ο Θανάσης νόμιζε ότι θα φέρω εγώ και εγώ νόμιζα ότι θα φέρει η Ειρήνη. Εγώ πρόσεχα την Πολυχρονοπούλου, που πρόσεχε την Ξανθοπούλου που μιλούσε με τη Γιαδικιάρογλου. Ευτυχώς πήραμε το αμάξι του Κωνσταντίνου, ο οποίος μας παράτησε και πήγε στην Αθήνα να ψηφίσει "Ναι" και να γυρίσει αυθημερόν με τα χέρια γεμάτα κάψουλες nespresso και αρώματα από το duty free, γιατί σε δύσκολους καιρούς αυτά είναι που θα μας βρεθούν. Το βράδυ στο σπίτι κοιμήθηκα αγκαλιά με την Ειρήνη, ενώ βαριανάσαινα εντόνως, μάλλον σκεφτόμουν τον Κωνσταντίνο δοσίλογο να ζητάει το νεφρό μου για έναν lungo decaffeine .

Οι διακοπές μας συνεχίστηκαν στην Ελαφόνησο. Λιώναμε στην παραλία και στο φαγητό και φυσικά μαζευόμασταν στο δωμάτιο από τις δέκα. Στην κυρία Βούλα το κρεβάτι ήταν πριγκιπικό με ουρανό, αλλά αν ήθελες να δεις τηλεόραση είχες μπροστά σου ένα ξύλινο ματζαφλάρι. Ήταν και οι μέρες που μου είχε κολλήσει ο αστυνόμος Μπέκας. Βέβαια τον έβαζε αργά, μία και τέταρτο, και την πρώτη μέρα ήμασταν από το ταξίδι οπότε δεν τον είδαμε, τη δεύτερη μέρα αποκοιμήθηκα λίγο πριν τους τίτλους και την τρίτη μέρα, την πιο καμένη, αποφάσισα να βάλω ξυπνητήρι μία και δεκατέσσερα, για να κλείσω τελικά την τηλεόραση και το air condition και να γυρίσω πλευρό.

Συνεχίσαμε στη Ρόδο και είναι πιθανό να ήμασταν οι μόνοι Έλληνες τουρίστες. Αφού πρώτη φορά έλεγα σε κάποιον ότι έρχομαι από Αθήνα και ξεχείλιζε ενθουσιασμό, φιλιά στην όμορφη Αθήνα, και τέτοια. Στο ξενοδοχείο μας στα Κολύμπια μας φόρεσαν ένα πράσινο φλούο βραχιολάκι το οποίο μας χάλασε το image και δεν ταίριαζε με κανένα ρούχο, οπότε σε όλες τις φωτογραφίες έπρεπε να το κρύβω πίσω μου και να φαίνομαι κουλή. Και όλα αυτά για να πιούμε συνολικά 2 μπύρες, γιατί το πρωί ξυπνούσαμε αργάμιση και το βράδυ τρώγαμε έξω. Φάγαμε σε ένα ιταλικο, το Tambakio, που ήταν τρε ρομαντίκ με τραπεζάκια στην άμμο. Εκεί έγκωσα πολύ προσούτο με πεπόνι και ο Τόμπρος με έζμπρωχνε στην ανηφοριά για να φτάσω στο αμάξι (σκέφτεσαι το κορίτσι σου? - Όχι έφαγα πολύ πεπόνι). Εκείνο το βράδυ είναι που αντιλήφθηκα προς μεγάλη μου έκπληξη ότι ο αστυνόμος Μπέκας άλλαξε ώρα, και ότι τώρα - άκουσον άκουσον - έχει πάει 2 το βράδυ!
Εκτός από το ωραίο φαγητό, κάναμε και τη φανταστική επίσκεψη στις 7 πηγές, όπου έβαλα τον Τόμπρο να διασχίσει ένα στενό τούνελ 150 μέτρων πίσσα στο σκοτάδι, ψηλαφίζοντας τα ντουβάρια και με τα ποδάρια μέσα στο κρύο νερό. Την ώρα που περπάταγε ψέλλιζε κάτι κερκυραϊκά "ωωω μάνα μου", "ορέ τι μαγιάκας είμαι και εμπήκα εδώ μέσα" και κάτι άλλα για τον Άη Σπυρίδωνα.

Φεύγοντας από τη Ρόδο, 4 το πρωί, είδαμε στον κήπο του ξενοδοχείο έναν τύπο να κοιμάται καθήμενος σε ένα ποδήλατο στο γυμναστήριο της πίσω αυλής και μάλιστα με το κεφάλι προς το έδαφος, Ο Τόμπρος είπε ότι θα ήταν λιώμα και εκεί τον ξέβρασε η ξιδίλα. Εγώ επιμένω ότι ήταν πτώμα και θα ψάξω να το εξιχνιάσω. Ή βλέπω πολύ Μπέκα. Άσε που κοντεύω και να διαπράξω έγκλημα για όσους μου πουν καλό χειμώνα. Το νου σας!


Σάββατο 30 Μαΐου 2015

Στης ανατολής τα μέρη μια φορά κι έναν καιρό

Μία η ώρα τη νύχτα, βαθμοί Κελσίου 40, εμείς και οι άλλοι δύο μοναδικοί επιβάτες της πτήσης φτάσαμε στο Sharm el Sheikh. Μετά τα εκατό ψαχτήρια - γιατί ήμασταν και τρομερά ύποπτες φυσιογνωμίες -  ο Μοχάμεντ, μας πήγε στο ξενοδοχείο, όπου μας ξαναέλεγξαν τα διαβατήρια, μας πέρασαν Xray και μας μύρισε ένα λυκόσκυλο. Ο Τόμπρος άρχισε να αναλογίζεται τις αδικίες της ζωής, το καημένο το σκυλάκι να δουλεύει στη λαύρα για να βγάλει το ψωμάκι του, ενώ η Ραλού να είναι ακαμάτα και αχαϊρευτη. Ευτυχώς περάσαμε επιτυχώς τους ελέγχους και μας φόρτωσαν σε ένα αυτοκινητάκι τύπου γκολφ για να μας πάνε στο δωμάτιο. Ο οδηγός από το πολύ νέφτι που έβαλε μας κουτούλησε σε έναν κώνο, ενώ κρατούσαμε κόντρα τις βαλίτσες μας για να μην πεταχτούν σε κανα περβάζι και δεν έχουμε βρακί να βάλουμε.

Στη θάλασσα που ήταν ακριβώς κάτω από το ξενοδοχείο, διάφορα εξωτικά ψάρια-κατοικίδια έρχονταν στα πόδια μας και επιζητούσαν χάδια. Μπροστά στο ασυνήθιστο αυτό θέαμα έδειξα την απαξίωσή μου, γιατί πρώτον δεν χαϊδεύω ούτε τον γκόμενό μου και δεύτερον τα ψάρια δεν έχουν πατούσες που είναι το φετίχ μου. Όλα αυτά σε βάθος νερού ως το μπούτι. Πιο μέσα δεν μπορέσαμε να πάμε, διότι μια Γκούντρουν-δανείστρια μας φώναζε νάιν-κοράλεν-ρηχάμόνομπήτεν και τέτοια και ήταν έτοιμη να μας δείρει. Συνεχίσαμε με ηλιοθεραπεία, όπου πέρασε ο Μοχάμεντ, ο Αλάα, ο Αλί και ο Τρισαλί και μας ζητούσαν να κάνουμε diving-snorkeling-cameling-massage και για να μην τους στεναχωρήσουμε είπαμε σε όλους ναι.

Στο φαγητό ήταν ωραία και ευτυχώς με όλα τα αιγυπτιακά που φάγαμε δεν μας έπιασε η εκδίκηση του Φαραώ. Ο Τόμπρος ζήτησε μαχαιροπίρουνα σε μια άσχετη Ρωσίδα θαμώνα με λαμέ μίνι και ψηλοτάκουνα. Οι ντόπιες τριγύρω ήταν κουκουλωμένες και έχωναν τη μπουκιά κάτω από τη μαντήλα ψάχνοντας να βρουν το στόμα τους για να καταπιούν. Το κλου της ημέρας ήταν μια γλυκούλα που ενώ ήταν αναγκασμένη να δείχνει μόνο τα μάτια της, φορούσε και γυαλιά μυωπίας. Αλλά και στο μπάνιο δεν άφηναν να φανούν και πολλά. Κολυμπούσαν με μια ολόσωμη μαύρη στολή τύπου δύτης και κάποιες σκληροπυρηνικές φορούσαν από πάνω και τη μαντήλα.

Το επόμενο πρωί θα πηγαίναμε για σαφάρι στις 7 και ξυπνήσαμε από τις 4.30 επειδή ξημέρωσε κ γέμισε ο τόπος ήλιο. Στο τζιπ μαζί μας ήταν ο Σιλβέστερ Σταλόνε, ο Κάπελας και οι γυναίκες τους. Ο Μοχάμεντ πρέπει να είχε δανειστεί νέφτι από τον προηγούμενο φίλο μας και έτρεχε στους αμμόλοφους με 100 χμ, και παραλίγο να εκτοξευθούμε στα βουνά με τους γρανίτες, ανάμεσα στις μαύρες ακρίδες. Σε λίγο επισκεφθήκαμε τον οικισμό των βεδουίνων, όπου η κόρη η μονάκριβη η πολυαγαπημένη μας πρόσφερε τσάι και μετά ζήταγε 1ευρώ, 2 ευρώ, 5 ευρώ, 10ευρώ και γενικά ήταν πολύ καλή στη γεωμετρική πρόοδο. Όταν φτάσαμε στις καμήλες, οι καμηλιέρηδες συνέχισαν να μας ζητάνε γιούρος, αλλά τουλάχιστον οι καμήλες είχαν πατούσες και ήταν αξιολάτρευτες. Εκεί στις παράγκες του Blue Hole στο Dahab φάγαμε μακαρόνια με μπούκοβο ή με κόλιανδρο ή με κάτι τέτοιο τελοσπάντων, και ο Κάπελας από τον ενθουσιασμό του άρχισε τα ναπολετάνικα και ψέλλιζε κάτι ακουκούμπρρ' σαν δαιμονισμένος. Όταν γυρίσαμε στο δωμάτιο, βρήκαμε μια τούρτα και από δίπλα ένα σημείωμα που έγραφε "happy honeymoon", έτσι γιατί περίεργα την είδαν.


Blue Hole - Dahab

Blue Hole - Dahab

Την άλλη μέρα ξεκινήσαμε για το snorkeling στο Tiran island. Έβαλα βατραχοπέδιλα νούμερο 36-37 αντί για 40, για να μπω στο μάτι του Τόμπρου που παίρνει τις μπλούζες του σε small και δεν λέει να καταλάβει ότι δεν του χωράνε. Ανάμεσα στα ψάρια ήταν και η χελώνα που βλέπετε και έπαιρνε πόζες. Περάσαμε από το Jackson Reef και το Thomas Reef και είδαμε κοράλια, ψάρια, δελφίνια και διάφορα τέτοια εντυπωσιακά που δεν είχαμε και στο χωριό μας, και σε λίγο, όταν έφτασε η ώρα του φαγητού, ένας χοντρούλης Ρώσος από την παρέα τα ξέχασε όλα και αναφώνησε "that's the best part", ενώ φορούσε την πετσέτα στο λαιμό.

Tiran Island - Jackson Reef 

Την τελευταία μας μέρα, μετά το λιώσιμο στην ξαπλώστρα και το μασάζ, θέλαμε να γίνουμε λίγο ριψοκόνδυνοι και αποφασίσαμε να παραγγείλουμε καφέ στο μπαρ του ξενοδοχείου. Η παραγγελία δεν ξεκίνησε καλά, διότι όταν ζητήσαμε καπουτσίνο μας ρώτησε αν τον θέλουμε με εσπρέσο η με νες (?) και μετά μας κοίταζε τραυλίζοντας κάτι για "τσατσατσα", που ο Τόμπρος μετέφρασε σε "extra charge", ενώ εγώ νόμιζα ότι θέλει να χορέψουμε. Ρημαδοήπιαμε τον καφέ, και από πάνω κάτι μπύρες για να ισιώσουμε και με δάκρυα στα μάτια και κάρι στο στομάχι αποχαιρετήσαμε το Sharm el Sheikh και επιστρέψαμε στην Αθήνα. Πέντε η ώρα το πρωί, με αμάνικα και σαγιονάρες, βαθμοί Κελσίου 11. Τώρα που το ξανασκέφτομαι αυτή η μπούρκα με ασορτί μαντήλα δεν ήταν και τόσο χάλια...

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

Τα μακαρόνια που 'φαγα, άμα θα τα ενώσω


Το ταξίδι στη Μασσαλία ξεκίνησε με πείνα. Κατά τη διάρκεια της πτήσης, ο Τόμπρος κατάπινε τη σπανακόπιτα άψητη, η Ειρήνη κατάπινε ένα μπλόκι βούτυρο αμάσητο και ο Θανάσης ξεροκατάπινε επειδή άλλαξε το λόγκο στα υγρά μαντηλάκια της Aegean.

Όταν φτάσαμε στη Μασσαλία προσανατολιστήκαμε αμέσως, γιατί ο Κερκυραίος σάλιωσε το δάχτυλό του και ένιωσε το φύσημα του μαΐστρου. Σέρνοντας τις βαλίτσες μας, περάσαμε μπροστά από όλη την Αλγερία και φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας, κοντά στο παλιό λιμάνι, που μύριζε ταυτόχρονα ψαρίλα και σαπούνι Μασσαλίας. Κάναμε βόλτα για να δούμε τις ομορφιές της πόλης και σε λίγο η γαλλική κουζίνα άρχισε να μας γνέφει, κι έτσι φάγαμε πίτσες και μακαρόνια σε ιταλικό εστιατόριο. Ο Θανάσης εκείνο το βράδυ μας παρακίνησε στον αλκοολισμό με ροζέ κρασί και έταξε στη Μαρία να καλοπαντρευτεί. Το ίδιο βράδυ η Μαρία παραμιλούσε και έκανε συζήτηση με τον Θανάση κανονίζοντας τα του γάμου.

Το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε με διάθεση για εκδρομή, και μες στο αμάξι φορτώσαμε τον Κωνσταντίνο στο αμπάρι και οι άλλοι 5 βολευτήκαμε στην καμπίνα επιβατών, κρατώντας ένα παλούκι που μας περίσσευε από κάπου. Ο δρόμος προς το Montpellier ήταν ευχάριστος χάρη στις μουσικές επιλογές του Θανάση που πατούσε ότι έβρισκε και όταν άλλαζε σταθμούς άναβε αυτόματα και το air condition και μας δρόσιζε.

Στην Place de la Comédie ξαναθυμήθηκα τα φοιτητικά μου χρόνια και ξαναβρήκα το μαγαζί με τις καρτποστάλ και από τη συγκίνηση πήρα 45 κάρτες, άνευ λόγου και αιτίας. Μετά άρχισα να ψάχνω ένα μαγαζί ονόματι Gibert για να αγοράσω διακορευτές, και οι φίλοι μάλλον δεν ήξεραν τι είναι γιατί έσπευσαν να με πουν ανώμαλη. Στην αναζήτηση του μαγαζιού αυτού πέσαμε πάνω στις τρομοκρατικές ενέργειες και ο Τόμπρος βρήκε ευκαιρία να ξεφύγει και να κάτσει για καφέ μια ώρα αρχύτερα. Ο καφές ήταν πολύ ωραίος, αλλά αν ήθελες και νερό έπρεπε να λύσεις έναν γρίφο για κάποιο "βιτέλ", αλλιώς κοράκιαζες.



Στην επιστροφή από το Montpellier κάναμε γύρους και διπλοπληρώσαμε τα διόδια, μέχρι που το gps μας έβρισε α λα γαλλικά και βρήκαμε τον σωστό δρόμο. Λίγο πριν φτάσουμε, κάναμε μια καλή πράξη χαρίζοντας 3 λίτρα βενζίνη σε έναν αναμαλλιασμένο Γάλλο που έσπρωχνε το παπάκι του καταϊδρωμένος. Με την καλή μας αυτή πράξη αρχίσαμε να νιώθουμε ξεχωριστοί, κάπως σαν τον Χάρυ Πότερ, αλλά μετά από λίγη ώρα συναντήσαμε τον καράφλα ρεσεψιονίστ που μας γείωσε με τρεις απλές κινήσεις, διότι δεν έχουμε διαβάσει τον Πολιτικό του Πλάτωνα, δεν έχουμε αποστηθίσει τις κοσμοθεωρίες του Πυθαγόρα και αγνοούμε παντελώς τον μύθο της Μάυρης Παρθένου. Για να μας αποτελειώσει, άνοιξε μπροστά μας έναν χάρτη και μας επέπληξε γιατί δύο μέρες τώρα δεν έχουμε δει τίποτα από τη Μασσαλία.

Ξυπνήσαμε χαράματα καταγχωμένοι, για να προλάβουμε να γυρίσουμε τις ακτές τις πόλης και από τη φούρια μας να προλάβουμε μπήκαμε λαθρεπιβάτες σε περαστικό λεωφορείο και εμένα έτρεμε το φιλοκάρδι μου. Κάπου εκεί στα κύματα είδαμε και τον καράφλα να κάνει κρόουλ και τον χαιρετήσαμε από ψηλά, και σε λίγο ήπιαμε καπουτσίνο στην υγειά του στο David, δίπλα σε κάτι πιατέλες αστακών. Η θάλασσα μας άνοιξε την όρεξη όλων, εκτός από τον Κωνσταντίνο γιατί αυτός είχε φάει μεσημεριανό στις 12, σαν σωστός Γάλλος. Οι υπόλοιποι φάγαμε μακαρόνια στο Fuxia και ο Τόμπρος τραβούσε το τελευταίο ψίχουλο από το πιάτο με νύχια και με δόντια, την ώρα που η σερβιτόρα του το έπαιρνε από τη χέρα. Το βράδυ κάναμε σουαρέ στο τρίκλινο δωμάτιο πίνοντας κρασί και η Μαρία είχε πιάσει κουβέντα με μηνύματα με κάποιον που δεν είχε τον αριθμό του ούτε ήξερε ποιος είναι, αλλά ήταν εκατό τοις εκατό σίγουρη ότι είναι ο φίλος της ο Νίκος επειδή στο "τι κάνεις" απάντησε "είμαι αραχτός στον καναπέ".

Την επόμενη μέρα, μαζέψαμε τα μπαγκάζια μας και φύγαμε για τη Βαρκελώνη. Ή μάλλον δεν φύγαμε, γιατί η πτήση μας είχε περίπου δέκα ώρες καθυστέρηση. Όλοι ξενέρωσαν, εκτός από τον Κωνσταντίνο που το βλέμμα του ξεχείλιζε σπινθηροβόλο ενθουσιασμό, και ένα τρίχρονο παιδάκι που ενθουσιάστηκε κ εκείνο, τρέχοντας και γκαρίζοντας και τις δέκα ώρες.

Το σπίτι που είχαμε νοικιάσει στη Βαρκελώνη ήταν ένα μέγαρο με 15 υπνοδωμάτια και 1 wc μια σταλιά, δύο επί τρία.

Στη Βαρκελώνη περπατήσαμε μέχρι τη Σαγράδα Φαμίλια, η οποία ήταν υπό κατασκευή με τους γερανούς από πάνω, ακριβώς έτσι όπως την άφησα το 2004. Κάναμε βόλτα στη Ramplas και καταλήξαμε στο άγαλμα του Κολόμβου και στο εμπορικό όπου κάναμε φανταστικά ψώνια, ενώ ο Κωνσταντίνος συνέχισε τον ποδαρόδρομο για πάντα. Ακολουθεί σχεδιάγραμμα με τις παράλληλες διαδρομές μας.


Γεωργία-Θανάσης-Μαρία-Γιώργος-Ειρήνη



Κωνσταντίνος

Το βράδυ φάγαμε κάτι πρωτότυπο, δηλαδή μακαρόνια.

Την επομένη, φορτισμένοι με την ενέργεια που είχαμε μαζέψει από τα μακαρόνια τόσων ημερών, επισκεφθήκαμε το Park Guell, και μέχρι να φτάσουμε ανεβαίναμε ανηφοριές και μας βγήκε η γλώσσα. Ο Τόμπρος αρνήθηκε να παραδεχτεί ότι κουράστηκε και όταν επιτέλους φτάσαμε στις κυλιόμενες αυτός ανέβαινε από δίπλα, από τις κανονικές σκάλες, όπου κάπου στο τέλος, με 300 παλμούς το λεπτό, παρέδωσε ειρηνικά την ψυχή του καθήμενος στο κρύο μάρμαρο, αντίκρυ στη σαλαμάνδρα του Γκαουντί. Από το κρύο μάρμαρο φωτογραφίσαμε τη σαλαμάνδρα, το ζαχαρόσπιτο και καμιά διακοσαριά Κινέζους, οι οποίοι ήταν εξοπλισμένοι με ένα μαραφέτι-παλούκι, στην άκρη του οποίου εφάρμοζαν το κινητό τους και έβγαζαν selfies.

Ακολούθησε βόλτα στο κέντρο και μπέργκερς χωρίς το πάνω ψωμάκι στο Mordisco.

Ο στόχος είναι να ξαναπάμε στη Βαρκελώνη το 2026, για να δούμε την πρόοδο της Σαγράδα Φαμίλια. Και αν το αεροπλάνο έχει πάλι καθυστέρηση, θα ενώσουμε μακαρόνια δέκα ετών και θα φτάσουμε πιο γρήγορα από τη Vueling. Αυτό είναι σίγουρο.