Κυριακή 24 Απριλίου 2011

Που το πάω που το φέρνω, πάλι για την Κίνα θα σας πω...

Φάγαμε τη μαγειρίτσα μας και φέτος. Κάνανε όλοι σαν λιμασμένοι, εκτός από μένα που όλη τη βδομάδα έτρωγα κανονικά. Μα τι κακό κι αυτό που τους πιάνει όλους πασχαλιάτικα με τη νηστεία; Να κοιτάνε τα συστατικά από τα παστέλια ένα προς ένα μην τυχόν και πάρουν αμαρτία! Ε ναι λοιπόν, δεν ντρέπομαι καθόλου που το λέω, έτρωγα κανονικότατα και με τον νόμο. Η Έρη όμως το βιολί της. Αυτή και η Vanessa Mae. Επέμενε να τα τρώει όλα ορφανά. Προχτές ήπιαμε τον καφέ μας, και μετά μπήκαμε σε ένα φοβερό δίλημμα, νηστίσιμο Goody's ή νηστίσιμο κινέζικο;
Και ο κλήρος πέφτει στο κινέζικο, κι ο κλήρος πέφτει στο κινέζικο, που ήταν σαν σαν σαν χαμόσπιτο. Η Έρη το πρότεινε, γιατί είχε ωραίο φαγητό λέει. Και τι κατάλαβε, αφού μόνο ρύζι και λαχανικά μπορούσε να φάει. Εγώ πάντως πήρα ένα κοτόπουλο (ορφανό). Και σαν να κατάλαβε ο θεός την αμαρτία μου, μου έστειλε το πιάτο σερβιρισμένο με τον τρόπο που μισώ: παναρισμένο σαν λουκουμά. Αλλά ας τον καταπιούμε τον λουκουμά. Εξάλλου, πριν μερικά χρόνια, ο θεός εκτίμησε τη λαιμαργία μου, κι ενώ έτρωγα πεινιρλί Μ.Παρασκευή μου έφερε μια δουλειά στο διάβα μου σαν μάννα εξ ουρανού. Αλλά τέλοσπάντων, τώρα λέγαμε για τον λουκουμά. Και να ήταν μόνο αυτό; Οι τοίχοι, τα τραπέζια, οι καρέκλες, τα φαναράκια του μαγαζιού, ήταν όλα μια παρακμή. Και η σερβιτόρα το ίδιο, αλλά κυκλοφορούσε με έναν αέρα το-gucci-κιμονό-που-φοράς. Δεν την πολυκοιτούσαμε για να μην παρεξηγηθεί και πεταχτεί απ' το πουθενά ο Τσάκι Τσαν να καθαρίσει. Και ξαφνικά, μες στη μιζέρια που μας κατέκλυζε από παντού, φωνάζει με στόμφο κάποιος από το διπλανό τραπέζι: Συγνώμη, έχετε γουάι φάι??? Ε όχι ρε φίλε! Είπαμε, θυμίζει λίγο κινέζικο πιάτο, αλλά βολέψου με ένα τσοπ σούι τώρα και μπες στο facebook από το σπίτι σου.

Δεν λέω πάντως, ήταν ωραία η παρακμή. Γελάσαμε. Γιατί δηλαδή, καλύτερη ήταν η Αγγελική που βγήκε με τον Βασίλη σε γκουρμέ εστιατόριο; Ο σερβιτόρος φορούσε το Gucci-φράκο και την ώρα που η κοπέλα πήγε στην τουαλέτα, αυτός πλησίασε στο τραπέζι και είπε στον φίλο της: -Κύριε, θα θέλατε να σας φέρω ένα κουτάλι για να ξεκλέψετε λίγο από το γλυκό της κυρίας; (να διαβαστεί με ύφος Μαριάννα Βαρδινογιάννη). Έφαγαν λέει χταποδοουρές με σως από μελάνι σουπιάς και γλυκό με χαλβά, μαστίχα και αχλάδι, και άλλες τέτοιες εναλλακτικές γκουρμεδιές. Ξέρεις τώρα, μίνιμαλ πράγματα. Και δεν είχαν και τυχερό μπισκότο στο τέλος. Που το πας αυτό;
Ενώ εμείς πήραμε σοφές συμβουλές:


He who laughs at himself never runs out of things to laugh at.
28,13,32,12,34,39


Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

Ο σούπερμαν φορούσε σταράκια



Αυτά λοιπόν είναι τα καινούργια μου σταράκια. Για να μην λέτε πάλι ότι δεν έβαλα φώτο.
Το φοράς και νομίζεις ότι ξαφνικά έγινες σούπερ ήρωας.
Μπέρτα δεν έχω ακόμα, αλλά μάλλον δεν μου είναι απαραίτητη. Η αποστολή της εβδομάδας είναι να σώσω τον κόσμο από την κακογουστιά.

Πήρα κι ένα τζιν. Γι' αυτό δεν έχω φώτο και να σας πω την αλήθεια εκεί στο μαγαζί δεν ήμουνα και σίγουρη. Να το πάρω, να μην το πάρω... Βέβαια μετά που το ξαναδοκίμασα στο σπίτι μου άρεσε πολύ. Και τώρα πια είμαι σίγουρη ότι δεν υπάρχει πουθενά, κανένα χειρότερο μέρος στον κόσμο για να κοιταχτείς με τα καινούργια σου ρούχα, από τον καθρέφτη στο δοκιμαστήριο. Σε βλέπεις από τόσο κοντά που παθαίνεις σοκ. Έχουν κι αυτό τον φωτισμό.. λες και το κάνουν επίτηδες, για να μοιάζεις ακόμα περισσότερο με τη δίδυμη αδερφή του Κουασιμόδου. Να σε βλέπουν τα παιδάκια και να τρώνε το φαΐ τους. Νομίζω ότι πρόκειται για μια παγκόσμια συνωμοσία, για να αγοράζουμε όλες ρούχα από το ίντερνετ. Λοιπόν, αν δεν μπορείτε να φτιάξετε τα δοκιμαστήριά σας όπως πρέπει, προτείνω να τα αφήστε τα στα σκοτάδια. Και αν σας ρωτήσει κανείς πείτε ότι σας κάηκε η λάμπα βρε αδερφέ και ψάχνετε πέντε Πόντιους για να την αλλάξετε.

Που λες το τζιν ήταν ωραίο. Δεν μου σακούλιαζε, ταίριαζε με τα σταράκια σούπερμαν και κυρίως δεν ήταν χαμηλομάσχαλο! Μισώ τις γυναίκες που ανεβάζουν το παντελόνι πάνω πάνω, να περάσει τον αφαλό, και τραβάνε, τραβάνε, να το πάνε όσο πάνω γίνεται. Και όταν με τα τραβήγματα έχουν καταφέρει το εφέ τουταγχαμών, δηλαδή να τυλιχτούν σαν μούμιες, βγαίνουν βόλτα λες και δεν τρέχει τίποτα. Δεν μου πέφτει λόγος δηλαδή, απλά λέω. Από την άλλη είναι και κάτι 18χρονα που έχουν το αντίθετο ακριβώς θέμα. Φοράνε το παντελόνι ως τα γόνατα και φαίνονται τα βρακιά τους φάτσα φόρα. Θα μου πεις, καλύτερος είναι ο Σούπερμαν που φοράει το βρακί πάνω από το παντελόνι; Όχι. Αλλά το προσπερνάμε γιατί έχει ωραία παπούτσια. Πάμε πάλι στο θέμα μας. Τα παιδάκια λοιπόν έχουν τα βρακιά τους σε κοινή θέα. Άσε που όταν απευθύνονται στον διπλανό τους δεν τον λένε Γιώργο, δεν τον λένε Κώστα, ούτε φίλο, αλλά man. Έλα ρε maaannnn. Ευτυχώς μιλάμε αμερικάνικα σ' αυτή τη χώρα και καταλαβαινόμαστε.Και θα μου πεις ξανά... Αμερικάνικα μιλάει και ο Σούπερμαν. Ναι, αλλά είπαμε: Αυτός έχει ωραία παπούτσια.

Ψιτ ψιτ! Κι εσείς που φοράτε ροζ με κόκκινο! Να ξέρετε. Αν θέλετε να τα πάμε καλά, κομμένος αυτός ο συνδυασμός! Ήταν και μια χτες που έψαχνε λέει ένα τοπάκι φουξ. Φούξια κυρά μου, φούξια λέγεται. Βάλε και ένα κόκκινο μπολερό από πάνω και εξαφανίσου από μπροστά μου.

Λοιπόν, με αφορμή τα σταράκια του superman, πάρτε και αυτό το τραγουδάκι. Καλημέρα σε όλους. Ναι, τώρα ξύπνησα. Υπάρχει πρόβλημα;;









Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

Κάτι περίεργες χαρές


Καμιά φορά είναι τόσο αστείο να ακούς τους γονείς σου να μαλώνουν, που σκέφτεσαι να παντρευτείς απλά και μόνο για να αρχίσεις κι εσύ τους εποικοδομητικούς διαλόγους.
Ιστορίες για αρκούδες:
(Μαμά) - Ο κόσμος βάζει μέσα στο βάζο το κουτάλι, το τυλίγει γύρω γύρω και μετά το αλείφει στο ψωμί. Εσύ δεν φτάνει που χώνεις μέσα το μαχαίρι που είναι μες στα βούτυρα, μετά το αφήνεις να τρέχει μέχρι να το φτάσεις στο πιάτο σου. Ακόμα και τα αρκουδάκια στα κινούμενα σχέδια παίρνουν το βάζο, βάζουν μέσα τα χεράκια τους και τα γυρνάνε γύρω γύρω πριν τα βάλουν στο στόμα. Εσύ δεν ξέρεις να φας, τα έκανες όλα μαντάρα και μετά κάθεσαι και μας πρήζεις ότι οι πρόγονοί σου ήταν μαρκήσιοι ευγενείς.
(Μπαμπάς) - Εσύ βλάχα μεγάλωσες με τα αρνιά.
...Είπε και δάγκωσε το ψωμί. Η χαρά της λακωνικότητας.

Σήμερα πήγα αδιάβαστη στα ισπανικά. Και πάλι καλά που πρόλαβα να κάνω και ένα πασάλειμμα να λες. Όταν έφτασα σκεφτόμουνα να του πω ότι δεν έχω κάνει τις μισές ασκήσεις. Τελικά του είπα ότι έχω κάνει τις μισές ασκήσεις, ακουγόταν καλύτερο. Η χαρά της θετικής πλευράς των πραγμάτων. Την έχουμε εμείς στην παρέα. Ανέκαθεν όταν έχουμε να πούμε ένα δυσάρεστο νέο μεταξύ μας, το φέρνουμε ως εξής: έχω να σου πω ένα καλό και ένα κακό. Το κακό είναι φλεξ: Ότι κάηκε το σπίτι σου από τα πυροκλάνια του μικρού σου αδερφού, ότι κόπηκες στο μάθημα και τώρα πρέπει να βγεις για καφέ με τους δαπίτες, ότι σε έχει πιάσει κόψιμο και θέλεις επειγόντως 3 ιμόντιουμ, κοκ. Το καλό είναι φιξ: Ότι είμαστε φίλες. Η χαρά της αισιοδοξίας.

Αισιόδοξα νέα και για τη θεραπεία σοβαρών ασθενειών. Για τον καρκίνο, τη χοληστερίνη, το αλτσχάιμερ, το ζάχαρο, το τακαμούρι. Κι εσύ ο πάσχων που ήσουν έτοιμος, όρθιος, με το μπουφανάκι σου και τα κλειδιά στο χέρι να πας για φρεντουτσίνο να ξεσκάσεις, δυναμώνεις το βόλιουμ στην τιβί και προσηλώνεις το βλέμμα: Ευχάριστα νέα για τους καρδιοπαθείς. Γιαπωνέζοι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι η παρουσία ενός νέου χρωμοσώματος επηρεάζει την ανάπτυξη των εμβρυονικών βλαστοκυττάρων... και κολοκύθια τούμπανα. Εσύ τεντώνεις τα αυτιά και περιμένεις να τελειώσει ο κλαπαρχίδας και να δεις αν το φάρμακο έχει κυκλοφορήσει ήδη. Αλλά πάντα καταλήγει να σου λέει ότι μέχρι στιγμής το φάρμακο έχει δοκιμαστεί μόνο σε ποντίκια. Εν καιρώ θα δοκιμαστεί και στον άνθρωπο. Η χαρά του Μίκυ Μάους. Δεν λέω, χαίρομαι πάρα πολύ που τα ποντίκια τα γιατρέψαμε όλα. Είμαστε η γενιά με τα υγιή ποντίκια και τους κατεστραμμένους ανθρώπους. Λοιπόν, την άλλη φορά μην περιμένεις να ακούσουμε όλο τον ακατανόητο συρφετό σου, πες εξαρχής Ευχάριστα νέα για τα καρδιοπαθή ποντίκια. Και γω ας πάω για τον καφέ μου.




Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

Δεν υπάρχει το νησί!

-Ξύπνα γλυκιά μου, είναι ώρα να φύγουμε...
-Μμμμμμ…
-Αγάπη μου, θα σηκωθείς να ξεκινήσουμε σιγά σιγά;
-Μμμμμμ…
-Μούσχαρε σήκω να φύγουμε!
Σαν βγήκαμε στον πηγαιμό για τις Σπέτσες, ήταν μακρύς ο δρόμος, γεμάτος αυτοκίνητα, γεμάτος λόφους. Σταματήσαμε για καφέ στο Στορκ που είχε τέλεια θέα. Όταν ξαναμπήκαμε στο αμάξι άρχισε το ψιλόβροχο, η ανάβαση και οι στροφές. Στην κορυφή του βουνού που περάσαμε είδαμε μια άλλη καφετέρια, με ακόμα πιο τέλεια θέα, εν δυνάμει Στορκ 2. Από πάνω προσωπικό συννεφάκι α λα Δρακουμέλ, φιξαρισμένο κεραυνό και ομίχλη στο background. Και αυτό το όνομα stork, πολύ spooky μας έκανε, κάτι σαν Saw 1 και 2. Το γκούγκλαρα και ξενέρωσα όταν είδα ότι σημαίνει πελαργός. Μα ούτε καν κοράκι;
Πιο κάτω το gps έχασε το δρόμο του ή βαρέθηκε ή μάλλον δεν είχε ανανεώσει τον χάρτη του και μας έδειχνε να πετάμε παράλληλα από το δρόμο. Όταν πάλι προσγειωθήκαμε στο χάρτη λύσαξε να στρίψουμε δεξιά. Στρίψτε δεξιά σε 100 μέτρα, σε 50 μέτρα, σε 2 μέτρα, τώρα στρίψτε δεξιά, στρίψτε, στρίψτε, στρίψτε. Γαμώ τον ψηφιακό μίτο μου. Γιατί να στρίψω στα κατσάβραχα; Προσπεράσαμε δύο πατημένους σκαντζόχοιρους και το χωριό Κολιάκι. Μας προσπέρασε ένας πορσάκιας. Φτάσαμε στο Πόρτο Χέλι και πήραμε τον θαλάσσιο ταρίφα για να περάσουμε απέναντι. Ο ταρίφας έκανε μπουκοτάζ στον αντικαπνιστικό νόμο με ταμπελίτσα Thank you for not asking me not to smoke και έβγαζε καπνούς από τα ρουθούνια και τα αυτιά.
Φτάνουμε στο ξενοδοχείο και ο Λευτέρης, ο δεκαεπτάχρονος γελαστός Σπετσιώτης, μας βοηθάει να ανεβάσουμε τα πράγματα και μας δίνει οδηγίες για τα σαββατιάτικα χάπενιγκς στα άπειρα μπαρ του νησιού, που όπως σωστά φαντάζεστε δεν είναι ανοιχτά αρχές Απριλίου. Πάντως το ξενοδοχείο είναι σούπερ. Έχει τέλεια θέα, τέλειο κρεβάτι, τέλειο μπάνιο και μαλακές πετσέτες. Και παντόφλες. Οι αντρικές 3 νούμερα μικρότερες και οι γυναικείες τουλάχιστον δύο. Με τις φτέρνες απέξω πατάω πάνω στα πόδια του καλού μου για να περπατήσουμε μαζί και, για καλύτερη ισορροπία, βάζω και τα παγωμένα χέρια μου κάτω από τη μπλούζα του και τον αποτελειώνω σε 3 απλές κινήσεις.
Πηγαίνουμε βόλτα στην πόλη, σταματάμε και στο ψιλικατζίδικο. Η κυρά έχει την τηλεόραση στη διαπασών και ακούει ειδήσεις ενώ φτιάχνει τους χυμούς στο ψυγείο και κατεβάζει καντήλια μόνη της. Γαμώ το κέρατό σας να σας χέσω, ου να μου χαθείτε που τα φάγατε και τώρα ζητάτε τα ρέστα, μαλάκες, ξοφλημένοι! 
Ξεροβήχουμε.
-Ένα Prince μου δίνετε;
-Καλώς τον λεβέντη μου!
Φεύγουμε από το ψιλικατζίδικο γελώντας και κατεβαίνουμε προς το κέντρο. Περπατάμε στα στενάκια και ερωτεύομαι έναν μπεζουλί σκύλο με κοντά ποδαράκια και κόκκινο λουρί. Μπορεί και να τον έλεγαν Θανάση ή Τζακ ή Μπούμπουλη. Εγώ πάντως τον έβγαλα Φερέρο. Επειδή το νησί είναι μικρό τον συνάντησα και την επόμενη μέρα και τον χαιρέτησα.
Φάγαμε στην Εξέδρα, διάφορα θαλασσινά και πατάτες. Με τζατζίκι. Σκεφτήκαμε ότι αν φάμε και οι δύο μπορεί και να μην μας μυρίζει. Αφού αντέξαμε και τη σκορδαλιά τις προάλλες. Ψάχνουμε μετά να βρούμε τις καφετέριες που μας υποσχέθηκε ο Λευτέρης για να διαλέξουμε, αλλά συνειδητοποιούμε ότι είναι μόνο δύο. Κάναμε αμπεμπαμπλόμ και καθήσαμε στην πιο ιν, στην πιο στυλάτη, στην πιο τζαμάτη καφετέρια του νησιού, στο destino. Χωρούσαμε όλοι οι καλοί. Εμείς, παρέες από λυκειόπαιδα, ο παπάς της ενορίας και οι χτίστες από το δίπλα γιαπί.
Για να μην δούμε και τις Σπέτσες by night-τύφλα-να’χει-ο-Τσαλίκης και μας έρθει σοκ και δέος, πήραμε μπύρες και πατατάκια μεσογειακά για να καθήσουμε στο ξενοδοχείο και να ζουζουνιάσουμε. Εγώ ζουζούνιασα με τα πατατάκια και αυτός με το pc.
Ευτυχώς την Κυριακή είχε τέλεια μέρα κι έτσι νοικιάσαμε μηχανάκι και κάναμε τον γύρο του νησιού. Αράξαμε στην Ξυλοκέριζα και σε άλλες παραλίες και λιαστήκαμε. Αλλά το κλου της εν λόγω βόλτας ήταν η φωτογράφηση με τα πρόβατα. Μπεεεε. Στην πόλη φάγαμε στον Ταρσανά, ήταν όλα τέλεια εκτός από κάτι ξινούς, ψωνισμένους φοιτητές ιατρικής στο δίπλα τραπέζι, που μιλούσαν με ένα ύφος ακριβώς σαν να έχουν κάτω από τη μύτη τους προσωπικό κουβαδάκι με σκατά.
Για να καλύψουμε το ελάχιστο κενό που είχε απομείνει στην κοιλίτσα μας, φάγαμε βάφλες στον Ρούσσο και αποφασίσαμε να ξαναπεράσουμε μια μαγική βραδιά στο ξενοδοχείο παρέα με τη μπύρα μας. Ο περιπτεράς μας έδωσε τη σακουλίτσα με την πραμάτεια και, πριν μας καληνυχτίσει, μας διηγήθηκε τα Ορλωφικά και τον θάνατο της Μπουμπουλίνας από αδέσποτο βόλι στην αυλή της, μάλλον από τον συμπέθερό της. Μας τα είπε έτσι, χωρίς λόγο, γιατί είχε νταλκά και ήθελε κάπου να τον πει ο άνθρωπος.
Επηρεασμένοι από τα ντέρτια του περιπτερά, πήγαμε την άλλη μέρα να επισκεφτούμε το σπίτι της Μπουμπουλίνας, ακούσαμε για τη ναυπήγηση του Αγαμέμνονα και είδαμε τον πίνακα του Von Hess, αναπολώντας το πενηντάρικο και τη δραχμούλα μας. Πήγαμε και για τα αναμνηστικά μας δώρα. Σε λίγο φεύγαμε. Με τις βαλίτσες στο χέρι μου λες ότι «δεν υπάρχει το νησί». Κι όμως υπάρχει! Να και το ντοκουμέντο μας: