Ας ξεκινήσουμε με τη διαπίστωση του ταξιδιού. Ότι δηλαδή στο αιρμπασάκι μας λείπει η σειρά 13. Πείτε μου παρακαλώ αν όλοι οι υπόλοιποι το είχατε προσέξει και εγώ τόσα χρόνια ζούσα στην άγνοια... Επίσης, δεν θέλω να φανώ υπερβολική, αλλά όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας και μπήκαμε στο ασανσέρ να πάμε στο 6ο, παρατηρήσαμε ότι λείπουν ο 2ος και ο 3ος. Αμέσως μετά από αυτά τα παράδοξα μπήκαμε στο δωμάτιο και η βαλίτσα μου πήρε την πρωτοβουλία να ξαναβγεί στο διάδρομο και να κλείσει και την πόρτα. Από τον γδούπο τρανταχτήκαμε και λογικευτήκαμε και εγώ και οι φίλες μου.
Ο καιρός ήταν καλός και έτσι την πρώτη μας μέρα την μπουκώσαμε αξιοθέατα. Πήγαμε αρχικά προς την piazza Venezia και προς το Campidoglio, όπου φωτογράφισα όλους τους κώλους των αγαλμάτων και οι φίλες μου με είπαν ανωμαλάρα, ενώ εγώ απλώς είχα άποψη. Ο καιρός μας τα χάλασε κάπου στην πορεία, την ώρα που τρώγαμε μακαρονάδα και που ο σερβιτόρος λάτιν λόβερ κοιτούσε τη Βικτώρια στο στόμα με γουρλωμένα μάτια να ρουφάει την ταλιατέλα της με φόντο ένα τσαμπί λεμόνια.
Πηγαίνοντας προς την piazza Navona τραγουδούσαμε οι δύο τα κάλαντα της Βανδή και οι άλλες δύο "να να να να να να απόψε δεν πάμε σπίτι, να να να να να να θα μείνουμε ακρογιαλιά". Κάπου εκεί, στο αποκορύφωμα του μελωδικού συγχρονισμού, αρχίσαμε να γινόμαστε λούτσα και να τρέχουμε. Και όσο βρεχόμασταν πετιόντουσαν οι Πακιστανοί σαν σαλιγκάρια, πασάροντάς μας ένα μάτσο κιτς ομπρέλες με
κουάτρο έουρος μπέλλα. Εμείς, συνηθισμένες να τους λέμε
νο γκράτσιε, τους προσπεράσαμε όλους και κάπου στο τέρμα της πλατείας, με τα μαλλιά σε wet look χωρίς λιπαρή υφή που διαρκεί, σκεφτήκαμε ότι τζάμπα τους διώχνουμε γιατί την ομπρέλα τη θέλαμε και απλά δεν το είχαμε συνειδητοποιήσει. Ακριβώς την ώρα της σοφής αυτής διαπίστωσης, αρχίσαμε να ψάχνουμε τους Πακιστανούς και την Πετρούλα, οι πρώτοι άφαντοι, η Πετρούλα στο μαγαζάκι πιο κει ρώταγε πόσο έχουν οι ομπρέλες. Πήγα να τη μαζέψω πριν σκάσει τα 11 έουρος και ενώ την τραβούσα από το μπράτσο αυτή μου έλεγε "ό,τι πληρώνεις παίρνεις" και άρες μάρες κουκουνάρες. Και έτσι μείναμε χωρίς ομπρέλα και αναγκαστήκαμε να καθήσουμε σε ένα παγωτατζίδικο που βρέθηκε στο διάβα μας για να στεγνώσουμε. Ο σερβιτόρος με το καλησπέρα σας μας είπε ότι είναι Αλβανός (
Χαίρεται, Αχιλλέας Μητρόπουλος, έμπορος και στείρος) και μας έδωσε κουταλάκι να δοκιμάσουμε μια μπλε αηδία, γεύση βιάγκρα. Μας χρέωσε 8 ευρώ το παγωτό, τα μισά για την πρωτοτυπία, και επειδή είχε τύψεις που μας ξεπαράδιασε, μας πρότεινε να μας πάει στο ξενοδοχείο ένα φιλαράκι του "
che lavora in nero", πειρατής της ασφάλτου πα' να πει. Την ώρα που του λέγαμε
νο γκράτσιε, όπως συνηθίζαμε, έπεσε ένας Πάκης εξ'ουρανού και αγοράσαμε καλόγουστες ομπρέλες, με αποκορύφωμα αυτή τη ροζ μπον μπον.
Την επόμενη μέρα το περπάτημα συνεχίστηκε. Είδαμε το Κολοσσαίο, βγήκαμε από τον χάρτη και στη συνέχεια φτάσαμε μέχρι την Porta Portese, το διάσημο κυριακάτικο παζάρι της Ρώμης, όπου αγοράσαμε την ίδια τσάντα σε όλα τα χρώματα. Στο παζάρι οι μεγάλες ομπρέλες με το μακρύ κοντάρι, αυτό το φονικό όπλο, είχαν 5 έουρος. Οι μικρές δεν ξέρω. Φορτωμένες με ψώνια, πήγαμε για φαγητό στο Trastevere, και μπήκαμε σε ένα εστιατόριο με ωραία λουλούδια, που ήταν γεμάτο κόσμο. Με λίγα λόγια μας φάνηκε μεραβιλιόζο. Εκεί το λοιπόν μας έπιασαν τον κώλο κανονικότατα και ενώ το δικό μου πιάτο ήταν μια χαρά, οι φίλες μου δεν με άφηναν να το απολαύσω, γιατί είχαν στη φάτσα τους αποτυπωμένη την αηδία και σε κάθε μπουκιά άκουγα πράγματα που με απέτρεπαν, από απλά επιφωνήματα τύπου
μπλιαααχ, μέχρι περιγραφικές φράσεις, όπως
η πίτσα στάζει ζουμιά, το κοτόπουλο είναι σβησμένο με ναφθαλίνη, η πατάτα είναι προπέρσινη και άλλα τέτοια ευχάριστα. Μεγάλη επιτυχία. Γυρίσαμε προς το κέντρο με λεωφορείο γιατί δεν την παλεύαμε και πήγαμε να δούμε την piazza di Spagna και τη Via Condotti, που ωχριούσε μπροστά στην Porta Portese και όλοι την κατέβαιναν κοιτώντας μόνο ευθεία
και δεν καταλαβαίνω γιατί...
Η γυναικεία καταναλωτική μανία υπερνίκησε την κούρασή μας, οπότε περπατήσαμε και όλη τη Via del Corso και αποτελειώσαμε το ψώνια μας. Στο μαγαζί της Disney ερωτεύτηκα τον μπλε τριχωτό μπαμπούλα, τον James Sullivan ντεεε, και τα κορίτσια μου έκοψαν τα χέρια και τον άφησαν πίσω στο ράφι με παγερή αδιαφορία. Πιο κάτω αγόρασα ένα κασκόλ για να πνίξω τον πόνο μου.
Με νέες δυνάμεις ξεκινήσαμε την επόμενη μέρα να δούμε τη Fontana di Trevi για δεύτερη φορά, καθώς την πρώτη δεν μπορέσαμε να πλησιάσουμε λόγο των άπειρων Κινέζων που μας την έκρυβαν. Στα τουριστικά τριγύρω οι ομπρέλες είχαν κατά μέσο όρο 7 έουρος. Το εσπρεσάκι 80 λεπτά. Και ξεκινήσαμε για το Βατικανό. Είδαμε τον Άγιο Πέτρο και φωτογραφήθηκα για πολλοστή φορά στο άγαλμα της Santa Veronica, στο άγαλμα που όλοι προσπερνούσαν, εγώ όμως συνηθίζω να φωτογραφίζομαι δίπλα του κάθε φορά που πηγαίνω, έτσι, χωρίς λόγο, κάτι σαν παιχνίδι ας πούμε. Μετά βάζω τις φωτογραφίες δίπλα δίπλα και απλά είμαι κάθε φορά πιο μεγάλη και είμαι ικανή να το κάνω μέχρι να σταθώ δίπλα του με μπαστούνι. Η ευχή μου στην Fontana να βρούμε πίτσα της προκοπής έπιασε, παρότι είχα ρίξει μόνο ένα δίλεπτο, και έτσι ο Θεός μας λυπήθηκε και φάγαμε σαν άνθρωποι. Και ύστερα είχαμε βλέψεις να ξαναδούμε το Πάνθεον και τη Navona, χωρίς βροχή. Την ώρα που κατηφορίζαμε προς τα κει άρχισε να ψιχαλίζει και σκεφτήκαμε ότι δεν μας θέλει αυτή η πλατεία. Τέλος. Τα καταφέραμε να τη δούμε όπως όπως, προσπεράσαμε τους Πακιστανούς που πετάνε μια ντομάτα χλαπάτσα στο πάτωμα με ορμή περιοδικά κάθε 23 δευτερόλεπτα, τους άλλους με τα εκνευριστικά φωτεινά ελικοπτεράκια που τα πετάνε ψηλά και δεν ήξερες από που θα σου'ρθει, και κάναμε μια τελευταία βόλτα στα τουριστικά, όπου στο ταμείο δίπλα μου άκουσα να εκτυλίσσεται ο κάτωθι διάλογος:
Ιταλός: Va bene?? (δεξί χέρι σε γροθιά, το χοντρό δάχτυλο στην ανάταση)
Κωνσταντίνα: I don't speak italian.
Ιταλος: Why???
Κωνσταντίνα: Because I'm not italian. (Τα πιο απλά πράγματα στη ζωή δεν είναι πράγματα).
Σκύβω στον κουβά με τις ομπρέλες. 6 έουρος.
Το βραδάκι βγήκαμε για ποτό στο San Lorenzo και ενώ όλοι πίναμε σε ποτήρια, η Πετρούλα έπινε σαγκρία στο μπολάκι για τα φιστίκια. Εναλλακτικό. Αν είχε φιστίκια πιστεύω ότι θα τα έβαζε στο κολονάτο.
Και πίσω στο ξενοδοχείο πάλι, γεμίσαμε τις βαλίτσες μας με τα ψώνια για να είμαστε έτοιμες για την πρωινή αναχώρηση και η ροζ βαλίτσα παραλίγο να εκραγεί από το στούμπωμα. Λίγο πριν ακουστεί το μπαμ, βάλαμε μέσα και την ροζ ομπρέλα. Ασορτί βαλίτσα με ομπρέλα: Έουρος άγνωστα, αξία ανεκτίμητη.