Ας αρχίσουμε από το βασικό πρόβλημα της Βενετίας. Όλοι οι δρόμοι δεν οδηγούν στο San Marco, ούτε στο Rialto, την κεντρική γέφυρα του Μεγάλου Καναλιού. Στρίβεις όπου βρεις, χωρίς ίχνος προσανατολισμού, και δεν ξέρεις που βρίσκεσαι, ούτε στο περίπου. Και πριν σου πω όλα τα υπόλοιπα, σαν παθούσα (και μαθούσα), σε συμβουλεύω: Αν δεις κάτι ενδιαφέρον για να ψωνίσεις, το ψωνίζεις, γιατί δεν θα το ξαναβρείς, που να χτυπιέσαι. Επίσης, αν δεις κάτι ενδιαφέρον για φαγητό, φωτογραφίζεις την ταμπελίτσα με την οδό και τουλάχιστον τις 2 οδούς πιο δίπλα, μπας και ξεστραβωθείς με τον χάρτη σου. Γιατί αλλιώς ξέχνα το, τρως κάπου αλλού. Έτσι πάθαμε κι εμείς. Ψάχναμε την οδό Fava γύρω γύρω περίπου μιάμιση ώρα, γιατί το πρωί είχαμε κοζάρει ένα εστιατόριο. Και ψάχναμε, ψάχναμε, ψάχναμε....Την ώρα που περιφερόμασταν περάσαμε διάφορα άλλα εστιατόρια και μάλιστα θυμάμαι κάπου έναν κράχτη να γκαρίζει Venite ragazzi, la piiiiizzzzαααα, la paaasta, και ξανά μανά, buongiorno ragazzi, ciao beeeeeella. Στο τέλος απηύδησε και ψέλλισε ξεφυσώντας Tutti caminano, nessuno mangia (Όλοι περπατάνε, κανείς δεν τρώει). Κρίση. Τι να σου κάνουμε τώρα κι εσένα! Και πουθενά η Fava. Κάποιο λάκκο θα είχε. Φάγαμε σε ένα άλλο, που μας έβγαλε ο δρόμος. Ο υδάτινος δρόμος.
-Αγάπη μου, σύμφωνα με τον χάρτη μου, πρέπει να στρίψουμε στο επόμενο στενό αριστερά.
-Οκ αγάπ....μπλουμ....μπλμπλμπλ.....
-Αγάπη μου κράτα ψηλά τον χάρτη, μην μου τον βρέξεις.
Μέσα στα παραπάνω προβλήματα, να προσθέσω ότι ήμασταν μια αγέλη 8 ατόμων, που έπρεπε να σφιγγόμαστε για να μην χαθούμε και αναμετάξυ μας. Ευτυχώς, είχαμε κι εμένα που ήμουν τόσο οργανωτική και προνοητική ώστε να σηκώνω διάφορα πράγματα που είχα εύκαιρα, όπως εφημερίδες, μπουφάν, σακούλες, κλπ. όπως κάνουν οι ξεναγοί με την ομπρέλα, και να γκαρίζω Παιδάααακια μου, έρχεστε όλα;;;;
Στο bar που καθήσαμε για καφέ και πίτσα (θανατηφόρος συνδυασμός) μας μιλούσαν ισπανικά με το ζόρι, και ήταν φειδωλοί στα ποτήρια, πίναμε και οι οχτώ από τρία. Και εγώ ήμουν και κρυωμένη και φοβόμουν μην μοιράσω τα μικρόβια και στους άλλους. Όλο το βράδυ ξεροέβηχα και σπαρταρούσα στο κρεββάτι. Βρυκολάκιασα. Άσε που δεν μπορούσα να φτιάξω κι ένα τσάι, γιατί η κουζίνα ήταν με gas και ήθελε αναπτήρα. Σε κάτι τέτοιες στιγμές αναπολείς τους φίλους σου-παθητικούς καπνιστές που τους έβριζες, καταλήγεις να βρίζεις τους αντι-παθητικούς αντι-καπνιστές συγκατοίκους σου και να σκέφτεσαι ότι ο αντικαπνιστικός νόμος είναι φασιστικός, ρατσιστικός και τραγικός ταυτοχρόνως. Μέσα σ' αυτές τις σκέψεις προσπαθούσα να κοιμηθώ και το ροχαλητό του Γιάννη αντιλαλούσε από τη σοφίτα ως το ισόγειο, οπότε είδα το Ιταλία έχεις ταλέντο και όλα τα καμμένα σόου του Ράι1 για να μου περάσει η ώρα. Το πρωί που επιτέλους ανάψαμε την κουζίνα, ανακάλυψα ότι το φακελάκι δεν ήταν τσάι, αλλά φινόκιο. Μαραθόριζα δηλαδή. Μπλιαχ.
Από την επόμενη μέρα τέρμα τα άρρωστα ροφήματα. Θα στρώσω το λαιμό μου με καπουτσίνο. Τον ήπιαμε για αρχή στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, έτσι για να γουστάρουμε. 9 ευρώ είχε - μας τον έπιασαν κανονικά. αχ ήταν ωραία! 7 καπουτσίνο πήραμε, 7 γιατί η Δανάη πάλι πήρε τη μαλακία της, δεν άντεξε. Caffe orzo. Κάποιος εναλλακτικός ντεκάφ, που μύριζε χαρούπι. Νομίζω είναι αυτό που πίναν οι γιαγιάδες μας στην κατοχή αντί για καφέ. Και τουλάχιστον εμάς μας τον έπιασαν και μας άρεσε. Αυτή που ήπιε το χειρότερο πράγμα ever και έπρεπε να το πληρώσει κιόλας, τι να πει! Την άλλη μέρα, φτιάξαμε εσπρεσάκι στο σπίτι, στη moka. Ο Γιάννης είχε όρεξη για μάθηση και του έδειξα όλα τα μυστικά της moka. Γιατί μετά από τόσο καιρό στη Ρώμη, έχω κάψει ήδη δύο, την πρώτη επειδή ξέχασα να βάλω το νερό και έβαλα μόνο τον καφέ και απορούσα γιατί μυρίζει καμμένο και τη δεύτερη επειδή δυνάμωσα πολύ το gas (γαμώ το gas μου) και καψάλισα το πλαστικό χερούλι στο πλάι, το οποίο μαλάκωσε και άρχισε να λιώνει και να διαλύεται προς τα κάτω, σαν το μουράνο που είδαμε να πλάθουν στο εργαστήριο την επόμενη μέρα.
Μας πήγαν που λες στα νησάκια Murano, Burano και Torcello και γυρίσαμε με ενθύμιο 7 αλογάκια από μουράνο και ένα ρόδι από έναν κήπο. Το φάγαμε σκέτο, ενώ ονειρευόμασταν φύλλα ρόκας και παρμεζάνα ή τουλάχιστον κανένα κόλυβο να μας πιάσει. Η ξεναγός είχε βάλει κασέτα και τα έλεγε όλα σε 4 γλώσσες. Σε μια φάση αφαιρέθηκε και ξέχασε να αλλάξει κασέτα, οπότε την ώρα που βλέπαμε τον τεχνίτη να φτιάχνει το βάζο από μουράνο, εκείνη έλεγε μες στη φυσικότητα ότι βλέπουμε μπροστά μας το νησί Μπουράνο και μετά χασκογελούσε μόνη της. Μέχρι να κάνουμε όλο τον γύρο, η πείνα μας χτύπησε κόκκινο και με συνοδεία γουργουρητών ακούγονταν φανταστικοί διάλογοι:
Τάσος: - Λέω τώρα που θα γυρίσουμε στην πόλη να κάνουμε καμιά βόλτα για ψώνια και πάμε μετά για φαί.
Γεωργία: - Ναι αν θες να σου δαγκώσω το χέρι την ώρα που θα ψωνίζεις.
Δανάη: - Εγώ λέω να ψωνίσω πένες με σπαράγγια και μία καπρέζε.
Επειδή μας έτρεχαν τα σάλια, βάλαμε για στόχο του βραδιού να φάμε στο εστιατόριο φορώντας μωρουδιακές σαλιάρες και εννοείται ότι δεν ντραπήκαμε καθόλου. Η διπλανή κυρία μας κοιτούσε με σοκ και δέος και η σερβιτόρα προσπαθούσε να το παίξει αδιάφορη. Μετά σκουπιστήκαμε με τη σαλιάρα μας και φάγαμε και ένα παγωτό. Ο Κωνσταντίνος μάλιστα ένιωσε πανευτυχής, γιατί θεώρησε τον εν λόγω στόχο πολύ λάιτ, και νόμιζε ότι θα τον βάζαμε να κυκλοφορήσει στο δρόμο με βενετσιάνικη μάσκα, και συγκεκριμένα αυτή με τη μυτόγκα, για να μην μπορεί να πιεί ούτε καφέ. Εκείνη την ώρα του χαϊδεύω συμπονετικά την πλάτη, και συνειδητοποιώ ότι κυκλοφορεί με το καρτελάκι στη μπλούζα, και μάλιστα εν γνώσει του, γιατί δεν έβρισκε ψαλίδι να το κόψει.
Γνωριμία της ημέρας: Περιπτωσάρας σερβιτόρος που ερωτεύτηκε τη Δανάη και της πρόσφερε ένα κουτί από φελιζόλ. Και αντί να το ανοίξει και να βρει ένα μονόπετρο, βρήκε ένα μανιτάρι τρούφα, το οποίο και απεχθάνεται.
Γνωριμία της ημέρας νούμερο 2: Σερβιτόρος-Πάκης, που προ δεκαετίας στοιβαζόταν στο 724 και πήγαινε για δουλειά από τα Πατήσια στο Μενίδι, ώσπου κατέληξε στη Βενετία να σερβίρει εσπρεσάκια μακιάτο.
Το τελευταίο μας βράδυ στη Βενετία, χωρίς συγκινήσεις και χωρίς κλάματα, αφού την επόμενη μέρα ακολουθεί ταξιδάκι με τρένο τη Μπολόνια. Η Μαρία μας είπε τρομακτικές ιστορίες για καληνύχτα. Δηλαδή όχι όλη την ιστορία. Μας έλεγε μόνο την τελευταία φράση, κι εμείς έπρεπε να μαντέψουμε τα προηγούμενα. Μάθαμε έτσι ότι η γλαρόσουπα δεν είναι από γλάρο και από τότε φυσάμε και τον εσρπέσο. Επίσης μας έβαλε να ψάχνουμε κανά δύωρο τον δολοφόνο των 2 πτωμάτων, που τελικά ήταν χρυσόψαρα. Και άλλα τέτοια που μας δυσκόλευαν. Και αν θεωρείς ότι είσαι καλός σε αυτά, σε προκαλώ να μου λύσεις τώρα το δικό μου μυστήριο, το μυστήριο που ακολούθησε την τελευταία νύχτα της Βενετίας, το μυστήριο της Μπολόνια:
Ένα χέρι μπαίνει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και σε 2 λεπτά ξαναμπαίνει το ίδιο χέρι με ένα τηλεκοντρόλ.
Βρες μου τώρα την ιστορία που προηγήθηκε, πριν στην αμολήσω στο επόμενο ποστ.
Για να σε δούμε...
-Αγάπη μου, σύμφωνα με τον χάρτη μου, πρέπει να στρίψουμε στο επόμενο στενό αριστερά.
-Οκ αγάπ....μπλουμ....μπλμπλμπλ.....
-Αγάπη μου κράτα ψηλά τον χάρτη, μην μου τον βρέξεις.
Στο bar που καθήσαμε για καφέ και πίτσα (θανατηφόρος συνδυασμός) μας μιλούσαν ισπανικά με το ζόρι, και ήταν φειδωλοί στα ποτήρια, πίναμε και οι οχτώ από τρία. Και εγώ ήμουν και κρυωμένη και φοβόμουν μην μοιράσω τα μικρόβια και στους άλλους. Όλο το βράδυ ξεροέβηχα και σπαρταρούσα στο κρεββάτι. Βρυκολάκιασα. Άσε που δεν μπορούσα να φτιάξω κι ένα τσάι, γιατί η κουζίνα ήταν με gas και ήθελε αναπτήρα. Σε κάτι τέτοιες στιγμές αναπολείς τους φίλους σου-παθητικούς καπνιστές που τους έβριζες, καταλήγεις να βρίζεις τους αντι-παθητικούς αντι-καπνιστές συγκατοίκους σου και να σκέφτεσαι ότι ο αντικαπνιστικός νόμος είναι φασιστικός, ρατσιστικός και τραγικός ταυτοχρόνως. Μέσα σ' αυτές τις σκέψεις προσπαθούσα να κοιμηθώ και το ροχαλητό του Γιάννη αντιλαλούσε από τη σοφίτα ως το ισόγειο, οπότε είδα το Ιταλία έχεις ταλέντο και όλα τα καμμένα σόου του Ράι1 για να μου περάσει η ώρα. Το πρωί που επιτέλους ανάψαμε την κουζίνα, ανακάλυψα ότι το φακελάκι δεν ήταν τσάι, αλλά φινόκιο. Μαραθόριζα δηλαδή. Μπλιαχ.
Από την επόμενη μέρα τέρμα τα άρρωστα ροφήματα. Θα στρώσω το λαιμό μου με καπουτσίνο. Τον ήπιαμε για αρχή στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, έτσι για να γουστάρουμε. 9 ευρώ είχε - μας τον έπιασαν κανονικά. αχ ήταν ωραία! 7 καπουτσίνο πήραμε, 7 γιατί η Δανάη πάλι πήρε τη μαλακία της, δεν άντεξε. Caffe orzo. Κάποιος εναλλακτικός ντεκάφ, που μύριζε χαρούπι. Νομίζω είναι αυτό που πίναν οι γιαγιάδες μας στην κατοχή αντί για καφέ. Και τουλάχιστον εμάς μας τον έπιασαν και μας άρεσε. Αυτή που ήπιε το χειρότερο πράγμα ever και έπρεπε να το πληρώσει κιόλας, τι να πει! Την άλλη μέρα, φτιάξαμε εσπρεσάκι στο σπίτι, στη moka. Ο Γιάννης είχε όρεξη για μάθηση και του έδειξα όλα τα μυστικά της moka. Γιατί μετά από τόσο καιρό στη Ρώμη, έχω κάψει ήδη δύο, την πρώτη επειδή ξέχασα να βάλω το νερό και έβαλα μόνο τον καφέ και απορούσα γιατί μυρίζει καμμένο και τη δεύτερη επειδή δυνάμωσα πολύ το gas (γαμώ το gas μου) και καψάλισα το πλαστικό χερούλι στο πλάι, το οποίο μαλάκωσε και άρχισε να λιώνει και να διαλύεται προς τα κάτω, σαν το μουράνο που είδαμε να πλάθουν στο εργαστήριο την επόμενη μέρα.
Μας πήγαν που λες στα νησάκια Murano, Burano και Torcello και γυρίσαμε με ενθύμιο 7 αλογάκια από μουράνο και ένα ρόδι από έναν κήπο. Το φάγαμε σκέτο, ενώ ονειρευόμασταν φύλλα ρόκας και παρμεζάνα ή τουλάχιστον κανένα κόλυβο να μας πιάσει. Η ξεναγός είχε βάλει κασέτα και τα έλεγε όλα σε 4 γλώσσες. Σε μια φάση αφαιρέθηκε και ξέχασε να αλλάξει κασέτα, οπότε την ώρα που βλέπαμε τον τεχνίτη να φτιάχνει το βάζο από μουράνο, εκείνη έλεγε μες στη φυσικότητα ότι βλέπουμε μπροστά μας το νησί Μπουράνο και μετά χασκογελούσε μόνη της. Μέχρι να κάνουμε όλο τον γύρο, η πείνα μας χτύπησε κόκκινο και με συνοδεία γουργουρητών ακούγονταν φανταστικοί διάλογοι:
Τάσος: - Λέω τώρα που θα γυρίσουμε στην πόλη να κάνουμε καμιά βόλτα για ψώνια και πάμε μετά για φαί.
Γεωργία: - Ναι αν θες να σου δαγκώσω το χέρι την ώρα που θα ψωνίζεις.
Δανάη: - Εγώ λέω να ψωνίσω πένες με σπαράγγια και μία καπρέζε.
Επειδή μας έτρεχαν τα σάλια, βάλαμε για στόχο του βραδιού να φάμε στο εστιατόριο φορώντας μωρουδιακές σαλιάρες και εννοείται ότι δεν ντραπήκαμε καθόλου. Η διπλανή κυρία μας κοιτούσε με σοκ και δέος και η σερβιτόρα προσπαθούσε να το παίξει αδιάφορη. Μετά σκουπιστήκαμε με τη σαλιάρα μας και φάγαμε και ένα παγωτό. Ο Κωνσταντίνος μάλιστα ένιωσε πανευτυχής, γιατί θεώρησε τον εν λόγω στόχο πολύ λάιτ, και νόμιζε ότι θα τον βάζαμε να κυκλοφορήσει στο δρόμο με βενετσιάνικη μάσκα, και συγκεκριμένα αυτή με τη μυτόγκα, για να μην μπορεί να πιεί ούτε καφέ. Εκείνη την ώρα του χαϊδεύω συμπονετικά την πλάτη, και συνειδητοποιώ ότι κυκλοφορεί με το καρτελάκι στη μπλούζα, και μάλιστα εν γνώσει του, γιατί δεν έβρισκε ψαλίδι να το κόψει.
Γνωριμία της ημέρας: Περιπτωσάρας σερβιτόρος που ερωτεύτηκε τη Δανάη και της πρόσφερε ένα κουτί από φελιζόλ. Και αντί να το ανοίξει και να βρει ένα μονόπετρο, βρήκε ένα μανιτάρι τρούφα, το οποίο και απεχθάνεται.
Γνωριμία της ημέρας νούμερο 2: Σερβιτόρος-Πάκης, που προ δεκαετίας στοιβαζόταν στο 724 και πήγαινε για δουλειά από τα Πατήσια στο Μενίδι, ώσπου κατέληξε στη Βενετία να σερβίρει εσπρεσάκια μακιάτο.
Το τελευταίο μας βράδυ στη Βενετία, χωρίς συγκινήσεις και χωρίς κλάματα, αφού την επόμενη μέρα ακολουθεί ταξιδάκι με τρένο τη Μπολόνια. Η Μαρία μας είπε τρομακτικές ιστορίες για καληνύχτα. Δηλαδή όχι όλη την ιστορία. Μας έλεγε μόνο την τελευταία φράση, κι εμείς έπρεπε να μαντέψουμε τα προηγούμενα. Μάθαμε έτσι ότι η γλαρόσουπα δεν είναι από γλάρο και από τότε φυσάμε και τον εσρπέσο. Επίσης μας έβαλε να ψάχνουμε κανά δύωρο τον δολοφόνο των 2 πτωμάτων, που τελικά ήταν χρυσόψαρα. Και άλλα τέτοια που μας δυσκόλευαν. Και αν θεωρείς ότι είσαι καλός σε αυτά, σε προκαλώ να μου λύσεις τώρα το δικό μου μυστήριο, το μυστήριο που ακολούθησε την τελευταία νύχτα της Βενετίας, το μυστήριο της Μπολόνια:
Ένα χέρι μπαίνει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και σε 2 λεπτά ξαναμπαίνει το ίδιο χέρι με ένα τηλεκοντρόλ.
Βρες μου τώρα την ιστορία που προηγήθηκε, πριν στην αμολήσω στο επόμενο ποστ.
Για να σε δούμε...