Και έτσι, απλά και ήσυχα περάσαμε και από το Βέλγιο. Ξεκινήσαμε το Σάββατο ορεξάτοι και είχαμε πτήση σούπερ, μας έβαλαν και ταινία, για να μην βαρεθούμε. Το social network. Εγώ το είχα ξαναδεί και δεν ενθουσιάστηκα, οπότε κοιμήθηκα περίπου στο 8ο λεπτό, εκεί που αυτός θάβει την πρώην του στο μπλογκ του, λέει ότι έχει μικρά βυζιά και ότι είναι γελοίο το επίθετό της. Ενώ το Ζούκεμπεργκ είναι υπέροχο. Θα μπορούσε να είναι το νέο πιάτο των Goody's. Τέλοσπάντων, μετά έχασα κάπου 80 λεπτά γιατί έβλεπα όνειρο και εκεί που μου έτρεχε το σαλάκι, ξύπνησα και είδα τους τίτλους τέλους. Βολικότατο το κάθισμα. Φτάσαμε στο αεροδρόμιο με την τσίμπλα και για κανά μισάωρο ακολουθούσαμε τη φωτεινή ταμπέλα με τη βαλίτσα για να πάμε προς την έξοδο. Ο Λαβύρινθος της Κνωσού και ο Λαβύρινθος του Πάνα ωχριούν μπροστά στο αεροδρόμιο των Βρυξελλών. Πήραμε μετά το τρένο και επειδή κοιτούσαμε το τοπίο, το χάρτη και τους γύρω μας, περάσαμε το στασιόν σεντράλ και ξαναγυρνούσαμε πίσω σαν τους Πόντιους.
Στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, η κοπέλα ήταν εξυπηρετικότατη. Είδε ότι είμαστε παρέα και μας έδωσε δωμάτια με 6 ορόφους διαφορά. Βέβαια, το εν λόγω πρόβλημα ήταν μηδαμινό μπροστά στο άλλο, αυτό της εφίδρωσης. Η θερμοκρασία στο δωμάτιο ήταν μέρα νύχτα στους 58 βαθμούς Κελσίου. Κανένα πρόβλημα και μ' αυτό, μέχρι να ανακαλύψουμε ότι το παράθυρο είναι σφραγισμένο και είμαστε καταδικασμένες να κοιμηθούμε στο χαμάμ. Το βράδυ μου έβγαινε η γλώσσα και σπαρταρούσα ψελλίζοντας στη Δανάη ότι πεθαίνω κι εκείνη μουρμούριζε -
βγάλε τα ρούχα σου. Μα είμαι με το βρακί! -
Ε, βγάλε και το βρακί, τι να σου πω! Σε λίγο ξανακοιμήθηκα και την άκουσα στα σκοτάδια να προσπαθεί να φέρει στο στόμα της ένα ποτήρι νερό, το οποίο κατέληξε στο πάτωμα και ακουγότανε το πλίτσι πλίτσι σαν όαση στον 9ο όροφο. Δεν είχε δύναμη να σηκωθεί να το σκουπίσει, αλλά έτσι κι αλλιώς στέγνωσε αυτόματα σε 3 λεπτά για ευνόητους λόγους.
Το Σάββατο φάγαμε σε ένα ιταλικό εστιατόριο. Πίναμε όλοι νερό και ο Κωνσταντίνος κόκα κόλα. Το φαγητό ήταν αλ ντέντε, κάπως σαν να τρως μπισκότο υδατάνθρακα. Πήραμε άλλο ένα μπουκάλι νερό και ο Κωνσταντίνος μια κόκα κόλα ακόμα. Παίρνουμε στο τέλος και 4 εσπρεσάκια. Μας φέρνει τον καφέ και στον Κωνσταντίνο συνοδευτική και μία κόκα κόλα με το ζόρι. Συνδυασμός Lavazza με διοξείδιο του άνθρακα, πώς να διαλύσετε το συκώτι σας σε 3 απλές κινήσεις. Γλυκό δεν πήραμε, γιατί φοβόμασταν μην μας το περιχύσει με σιρόπι κόκα κόλα zero, αλλά βρήκαμε ένα μαγαζάκι εκεί πιο κάτω που είχε φράουλες βουτηγμένες στη σοκολάτα. Ενώ ο Κωνσταντίνος ρούφαγε τη φράουλα με πάθος, ο Γιάννης διέκρινε πίσω μας το πασίγνωστο άγαλμα του παιδιού που κατουράει, περιτριγυρισμένο από Γιαπωνέζους και φλας. Για 50 εκατοστά κιτσαριό κάνουμε έτσι; Χμμμ. Στόχος 1, τσεκ.
Το βράδυ η Δανάη έφαγε τηγανητές πατάτες και οι υπόλοιποι τσούρρος με σοκολάτα πιο δίπλα. Την ώρα που η Πόπη με τον Γιάννη είχαν στο στόμα τη μερέντα, εκσφενδονίστηκε ένα Iphone αέρος-εδάφους στα πόδια τους, και η κυρία με τα τσούρρος το μάζεψε ατάραχη και τους είπε ίσως να μην ενοχλούνται, ή κάτι τέτοιο αδιάφορο στα φλαμανδικά. Μετά από αυτό το ευχάριστο διάλειμμα, βρήκαμε στο δρόμο μια μυστική σουρεάλ πόρτα, που οδηγούσε στη μπυραρία του Τζον Μάλκοβιτς. Ο ενθουσιασμός του Κωνσταντίνου ήταν τόσο έκδηλος, που κατέβασε τη μπύρα σαν σφηνάκι και μετά μας έπρηξε ότι νυστάζει και θα πρέπει να φύγει. Εγώ με τη Δανάη συνεχίσαμε τη βόλτα στο Delirium, όπου μας μίλησαν μόνο Μαροκινοί! Γάλλοι, Άγγλοι, Ισπανοί, Βέλγοι απλά προσπερνούσαν.
Την Κυριακή πήγαμε εκδρομή στην Μπριζ. Στο τρένο όλοι κοιμόμασταν και η Πόπη ήθελε να μας φωτογραφίσει, αφού πρώτα απαθανάτισε τυχαία τον κώλο μιας ανυποψίαστης κυρίας που περνούσε στο διάδρομο. Το μωρό πίσω μας έκλαιγε μέχρι να φτάσουμε και ο Κωνσταντίνος προσπαθούσε να μας πείσει ότι ο Ηρώδης είναι μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Εκεί, στο σωστό timing, του πρότεινα να μου βαφτίσει το πρώτο παιδί στο απώτερο μέλλον. Δεν ξέρω αν ήταν καλή ιδέα. Που λες, πολύ ωραία η Μπριζ. Καθήσαμε για καφέ στην κεντρική πλατεία, σε μια καφετέρια που έπρεπε να έχει θέα το καμπαναριό και το δικαστήριο, αλλά μας τα έκρυβε μια οικογένεια Κινέζων. Η μικρή Κινέζα έπρεπε να σερβιριστεί με πιρούνι και κουτάλι και τα έπιανε από πάνω και δη με το ένα χέρι, σαν ξυλάκια. Ο στόχος ήταν να βάλει τηγανητές πατάτες στο πιάτο της, αλλά αφού είδε και αποείδε, στο τέλος τις πήρε με τα χέρια. Γυρίσαμε όλη την πόλη τρεις φορές, βγάλαμε και καλλιτεχνικές φωτογραφίες με μαλλί όπου φυσάει ο άνεμος πάει. Ο Κωνσταντίνος μας πήρε σοκολατάκια και δεν έφαγε ούτε ένα, γιατί το πρωί είχε φάει 5 κρουασάν και είχε τύψεις. Μπορεί να μην βοηθούσε και πολύ ότι τον φώναζα χοντρό.
Γυρίσαμε στις Βρυξέλλες και ξαναπήγαμε σε ιταλικό, έτσι για αλλαγή. Παραγγείλαμε στο πρώτο μισάωρο και φάγαμε σε κανά δίωρο. Κατά την αναμονή, η Πόπη πήγε δύο φορές για κατούρημα, η Δανάη ερωτεύτηκε τον σερβιτόρο με τα πεταχτά δόντια, εγώ σκεφτόμουνα κομμώσεις για τα γεράματά μου, ο Γιάννης μας πήρε λουλούδια και ο Κωνσταντίνος ξεφυσούσε και με έβλεπε σαν πίτσα μαργαρίτα. Ο Έκτορας Μποτρίνι παρατηρεί ότι όλο το μαγαζί έχει παραγγείλει, κανένας δεν τρώει και ο σεφ ξύνει τα απαυτά του. Επειδή το delirium μας άρεσε πολύ, ξαναπήγαμε για μια μπύρα. Παίξαμε και ένα παιχνίδι. Σκεφτόμασταν μια προσωπικότητα για τον καθένα και εκείνος έπρεπε να βρει ποιος είναι κάνοντας ερωτήσεις, που θα απαντούσαμε μόνο με ναι και όχι. Ας πούμε ο Κωνσταντίνος ήταν η Κοκκινοσκουφίτσα και εγώ ο Μπερλουσκόνι. Ο Γιάννης ήταν ο Χριστόδουλος. Και μας ρωτούσε: Εϊμαι ωραίος; (χμμμ) Έχω θαυμάστριες; (σωρό οι χριστοδουλίτσες) Βγαίνω στην τηλεόραση (ναι για να πεις ανέκδοτα) Στην εκατοστή όγδοη ερώτηση επιτέλους το βρήκε και από κεκτημένη ταχύτητα αναφώνησε
Είμαι ο Ιερόδουλος! και μάλιστα δεν συνειδητοποίησε τι είπε.
Ημέρα free η Δευτέρα. Η Πόπη με τον Γιάννη πήγαν στο Atomium, ο Κωνσταντίνος ξεκίνησε να πάει ποδαρόδρομο και βγήκε από το χάρτη, κι εγώ με τη Δανάη ψωνίζαμε βρακιά όλο το πρωί. Σε όλα τα εσωρουχάδικα έβλεπες τύπισσες με μπούργκες να ψωνίζουν ότι πιο καυτό έβρισκαν, πιο καυτό και από το δωμάτιό μας, κορσέδες, κόκκινες ζαρτιέρες και διχτυωτές κάλτσες. ΤΕΤΟΙΑ ΦΟΡΑΝΕ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΜΠΟΥΡΓΚΑ; Σοκ και δέος. Το μεσημέρι υποτίθεται ότι θα κάναμε βόλτα με ποδήλατο και θα τηλεφωνιόμασταν. Κανείς δεν τηλεφώνησε σε κανέναν και συνεχίσαμε τη βόλτα μας. Βρήκαμε και τον Κωνσταντίνο που κόντευε να περάσει τα σύνορα και τον προλάβαμε. Προσπαθώντας να τηλεφωνήσουμε στην Πόπη για να πάμε για φαγητό, μπλέκονταν συνεχώς οι γραμμές και το σήκωνε μια Γαλλίδα, η οποία την τρίτη φορά με μπινελίκωσε και μου το έκλεισε. Ήταν το τρίτο κατά σειρά μπινελίκι α λα φρανσέ που άκουσα, διότι ήδη με είχαν βρίσει άλλοι δύο επειδή περπατούσα στον ποδηλατόδρομο.
Στο Μεξικάνικο που φάγαμε το βράδυ, ο σερβιτόρος βιαζόταν και ενώ παραγγέλναμε ακόμα τις σαλάτες, αυτός μας έπρηζε για το
μπουασόν, μπουασόν, μπουασόν σιλ βου πλε. Εννοείται ότι από τη φούρια του ξέχασε τη μία σαλάτα και τις πίτες από τα φαχίτας, οπότε έτρωγες μόνο τη γέμιση και άμα σου άρεσε! Ήπιαμε και δύο μαργαρίτες τούμπανα και σουρώσαμε. Μες στη σούρα ήθελα να παρουσιάσω στον σερβιτόρο τα προνόμια της αεροπορικής μας εταιρείας και να του εξηγήσω πώς μετράς τα μίλια για το Βρυξέλλες-Αθήνα. Η προσέγγιση έγινε με κλασικό αρωματικό μαντηλάκι σε ασημί συσκευασία και logo με γλάρους, το οποίο κράδαινα περιχαρής και του φώναζα
Καμαράααντ... καμαράαααντ! Καμία αντίδραση.
-Κάνε κι άλλα. -Τι άλλο να κάνω καλέ, τον κώλο μου να του δείξω; Αυτός ο πανίβλακας είδε το μαντηλάκι έτσι ασημί και το πέρασε για καπότα, οπότε το έβαλε στο πορτοφόλι του και χαμογελούσε ύπουλα. Όταν παραγγέλναμε δεν μπορούσε να προσέξει, τώρα μας κοίταζε στα μάτια και έκανε και ερωτήσεις, που το βρήκαμε, αν έχουμε κι άλλο και αν έχει γεύση.
Φύγαμε χτες και εκεί στο αεροδρόμιο που γυροφέρναμε μας ακολουθούσε ένας Μουτζαχεντίν παντού. Και όσο κι αν είναι απόλαυση να βλέπω τη Βλαχοπούλου να χορεύει στα χαρέμια, δεν είχα καμία όρεξη να προσγειωθώ στη μέση της ερήμου και να περιμένω το καραβάνι των οχτώ και δέκα. Ευτυχώς σε κάποια στιγμή χάθηκε από το οπτικό μας πεδίο, ήρθε και το αιρμπασάκι μας και φύγαμε. Ο Λαρισαίος που καθόταν δίπλα μου ανέβλυζε καρδούλες, έφαγε και όλο το φαγητό του και μετά γκρίνιαζε ότι ήταν ανάλατο. Μου ήρθε να τον πετάξω από τον Όλυμπο την ώρα που περνούσαμε από πάνω, αλλά δεν άνοιγε το παράθυρο. Γαμώτο!