Ο καφές στο Βενιζέλο περιμένοντας τον Κωνσταντίνο μου βγήκε από τη μύτη. Πάνω που πήρα τον ωραίο μου καπουτσίνο και έκατσα την κωλάρα μου στο τραπέζι, να' σου πετιέται ένας τρελάρας, βρίζει όσους συναντάει στο διάβα του και έρχεται και κατσικώνεται δίπλα μου.
-Σε πειράζει που έκατσα μαζί σου;
-Ε δεν είναι και το καλύτερο μου..
-Γιατί εεεε…εεπειδή είμαι..είμαι… νευρικός; Να φφφφύγω;?
Για να δείτε τι καλός άνθρωπος είμαι έφυγα εγώ! Καπουτσίνο στο χέρι και αρχίζω να περιφέρομαι με τη βαλίτσα μου, με τα πόδια να πατάνε Αθήνα και τη σκέψη να περιφέρεται κάπου στη Via del Corso, στο μαγαζί με τα λαχανί στριγκ και στο ζαχαροπλαστείο του Carmignani. Ξέχασα να σας πω ότι είχαμε αποφασίσει εκ των προτέρων να μην δούμε κανένα μουσείο και αξιοθέατο, αφού εγώ τα είχα χιλιοδεί σαν φοιτήτρια και ο Κωνσταντίνος σαν καμένος ταξιδιώτης στο έλεος του μπλε γλάρου.
Όταν φτάσαμε στη Ρώμη, βρήκαμε έναν μαφιόζο ταρίφα, τον Ρομπέρτο, ο οποίος μας πήγε στο ξενοδοχείο και μας είπε εξαρχής ότι θα μας γδύσει (ήταν κύριος, δεν μπορώ να πω). Το ξενοδοχείο που λέτε ήταν λίγο μακριά, αλλά ήταν ωραίο και γεμάτο μυρωδιές. Ο διάδρομος για παράδειγμα μύριζε ξίδι και το δωμάτιο χλωριούχο ροδάκινο. Ξεκουραστήκαμε λίγο και, ακριβώς ένα βήμα πριν την ασφυξία, είπαμε να κατεβούμε προς το κέντρο. Το γκομενάκι στη ρεσεψιόν, ονόματι Amadeus ή κάτι τέτοιο λατινογενές, μας πρότεινε να πάρουμε το βανάκι του ξενοδοχείου. Υποστήριζε ότι είναι γεμάτο, ενώ καθημερινά ήμασταν οι μοναδικοί επιβάτες και ο οδηγός μας έλεγε χαμογελαστός buongiorno και από μέσα του vaffanculo, γιατί τον βάζαμε να ετοιμάζει ταξίδια μοναχά για πάρτη μας.
Στο κέντρο ξεποδαριστήκαμε, αφού ο Κωνσταντίνος έβαλε στόχο να κάνει το γύρο της Ρώμης σε 80 ώρες. Σαν εναλλακτικά αξιοθέατα, είδαμε τη φίλη μου τη Manuela, τον Michael Jackson να χορεύει στην αρχαία αγορά, τον κήπο με τις πορτοκαλιές όπου χαλβαδιάζονταν ζευγαράκια και τον Άγιο Πέτρο από την κλειδαρότρυπα. Παρόλο που ταράξαμε τον cappuccino και τον espresso, το βράδυ κοιμηθήκαμε σαν μούσχαροι και ξυπνήσαμε για να δούμε το αντίστοιχο Ερωτοδικείο του Rai1: Τη λυπηρή υπόθεση του 22χρονου φοιτητή μηχανολογίας που σπούδαζε στο Τορίνο και η μάνα του τού έστελνε 800 ευρώ το μήνα, μέχρι τη στιγμή που ερωτεύτηκε μια κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερη με ένα πεντάχρονο παιδί στην αγκαλιά, οπότε άρχισε να δουλεύει σε ένα μπαρ για να τη συντηρήσει και έμεινε πίσω στο πτυχίο του. Η μάνα του, από την κακία της, του μείωσε το έμβασμα στα 200 ευρώ. Μια σοβαρή κατάσταση θέλει και σοβαρή λύση, πήγαν λοιπόν στο Ερωτοδικείο και, μετά την απόφαση του δικαστή ενώπιον όλης της Ιταλίας, υποχρέωσαν τη μάνα να σκάει και τα υπόλοιπα 600, για να βοηθήσει το παιδί στη νέα του ζωή. Ο Κωνσταντίνος ψέλλιζε τρομοκρατημένος Συγνώμη κι αν αυτή δεν θέλει να τα δώσει;
Θα τα δώσει με το ζόρι, ερωτοδικεία δεν μου ήθελε;;;;
Ξαναπήραμε το βανάκι για να κατεβούμε στο κέντρο και διαπιστώσαμε ότι κάθε φορά ο οδηγός ήταν ο ίδιος, ο οποίος είχε βάρδια 20 ώρες τη μέρα. Συνεχίσαμε να περπατάμε για πάντα, με απώτερο στόχο να διασχίσουμε κατά μήκος όλο τον Τίβερη (ιδέα του Κωνσταντίνου ήτανε). Κοράκιασα κι έψαχνα απεγνωσμένα νερό για καμιά ώρα, ενώ δίπλα μου είχα ολόκληρο ποτάμι. Αργότερα πήγαμε και στο Rinascente, το γνωστό εμπορικό κέντρο, το οποίο ωχριούσε μπροστά στην ομορφιά του Τίβερη και το οποίο, σε αντίθεση με το ποτάμι, περπατιόταν μόλις σε 7 λεπτά.
Φάγαμε μακαρόνια σε κάτι άλλους μαφιόζους από τη Νάπολη -πρωτότυπο- και μετά αποχωρίστηκα τον έρωτά μου που έφερνε σβούρες ακούραστα, για να πάω για τσάι με τη Manuela. Περάσαμε πρώτα από τη μπουτίκ της Roma για το δώρο του Μανώλη που ζει μόνο για το ποδόσφαιρο και απεχθάνεται τα χρωματιστά μακαρόνια. Εκεί, υποχρέωσα τον κακόμοιρο υπάλληλο που ήταν στα μέτρα του Μανώλη να δοκιμάσει τα φούτερ που μου άρεσαν και να κάνει γύρους για να διαλέξω. Ο Κωνσταντίνος γύρισε με μια μεγάλη σακούλα στο χέρι και αρνιόταν να μας πει τι ψώνισε, γιατί φοβότανε ότι βαδίζει προς την αποκλήρωση λόγω υπερβολικής σπατάλης και ότι από βδομάδα θα κατέληγε στο Ερωτοδικείο αντιμέτωπος με τη μάνα του σε κατάσταση υστερίας. Η κατηγορία θα αφορούσε τα συνεχή ταξίδια, τα 35 ζευγάρια παπούτσια, τα 99 πουκάμισα και το σαββατιάτικο έθιμο που ακούει στο όνομα Doors. Περιττό να σας πω ποιός θα κέρδιζε.
Είχα λυσιάξει για κάστανα και δεν πρόλαβα να πάρω, οπότε όλο το βράδυ έψελνα τον Κωνσταντίνο ότι το πρωί το πρώτο πράγμα που θα κάνει είναι να μου βρει κάστανα, αλλιώς καφέ δεν έχει. Πράγματι, όλο το πρωί γυρνοβολούσαμε με την τσίμπλα στο μάτι κι ευτυχώς μετά από ώρα βρέθηκε ένας καλός μαυρούλης στο διάβα μας, γιατί ο Κωνσταντίνος ετοιμαζόταν να ρίξει νόμισμα στη φοντάνα και να ζητήσει κάστανα σαν μάννα εξ ουρανού. Αφού ευχαριστήσαμε τον Μαροκινό, καθήσαμε στο bar να πιούμε τον καπουτσίνο και η σερβιτόρα ήταν στρίντζω από τις λίγες, τραμπούκισε τη διπλανή χωρίς λόγο και εμάς μας έφερε τον λογαριασμό με το ζόρι, χωρίς να τον ζητήσουμε. Εννοείται ότι μου ήταν εντελώς αδιάφορη, γιατί ήδη είχα προσηλωθεί στον ψηλό με τα μπλε στο ταμείο, εν δυνάμει γιο του ιδιοκτήτη, και οραματιζόμουνα να παίρνω τη θέση της στριμμένης και να σερβίρω καφέδες happily ever after.
Κάναμε τα τελευταία ψώνια μας, δηλαδή τα χρωματιστά μακαρόνια, που ο Κωνσταντίνος πήρε για διακοσμητικά κι εγώ για να τα φάω χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Επειδή ήταν εύθραυστα γεμίσαμε χειραποσκευές και ο Κωνσταντίνος κουβαλούσε μαζί και τα κουτιά από τα παπούτσια που δεν χωρούσαν στη βαλίτσα και δεν μπορούσε να τα αποχωριστεί με τίποτα. Ο ταξάρας μας ρώτησε αν φεύγουμε με Alitalia και ετοιμαζόμασταν να βγάλουμε το περίστροφο, αλλά κρατούσαμε πολλά πράγματα και τη γλίτωσε. Εξηγήσαμε στον μπουρτζόβλαχο τι είναι η Aegean, και φτάσαμε στο αεροδρόμιο, όπου αυξήσαμε τις χειραποσκευές μας με ένα κρασί και καταλήξαμε φορτωμένοι σαν γαϊδούρια. Και μην ρωτήσει κανείς αν πετάει ο γάιδαρος! Πετάει και τρώει και σουτζουκάκι!!